Κορυφαίος Έλληνας μπασκετμπολίστας, ένας σύγχρονος μύθος της καλαθόσφαιρας και ξεχωριστή μορφή των ευρωπαϊκών γηπέδων, ο Νίκος Γκάλης σήμερα, στα 56 του χρόνια, είναι ένας ήρεμος και φιλήσυχος οικογενειάρχης, με απλές καθημερινές συνήθειες, λίγους αλλά καλούς και πιστούς φίλους, και γεμάτος αναμνήσεις από τα δοξασμένα χρόνια της τεράστιας καριέρας του.
Πώς είναι αλήθεια, σήμερα, ο Νίκος Γκάλης, κορυφαία μορφή του ελληνικού αθλητισμού από το 1979 που ήρθε από τις ΗΠΑ ως το 1995 που εγκατέλειψε την πορτοκαλί μπάλα και έκτοτε δεν ασχολήθηκε ποτέ με το επαγγελματικό ή το ερασιτεχνικό μπάσκετ, παρά μόνο προπονούμενος μόνος του ή διδάσκοντας σε μικρούς κατασκηνωτές της δικής του -ως πριν από μερικά χρόνια – αθλητικής κατασκήνωσης στο Πευκοχώρι Χαλκιδικής;
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, λάτρης της Θεσσαλονίκης, ο μεγάλος αθλητής δεν την αποχωρίζεται παρά μόνο για μικρές εξορμήσεις -εντός ή εκτός Ελλάδος- και φυσικά για τις καλοκαιρινές του διακοπές, που συνήθως απολαμβάνει στο εξοχικό του σπίτι στο Πευκοχώρι ή και κάποιες φορές στο μικρό ξενοδοχείο του πεθερού του, στα Νέα Ρόδα Χαλκιδικής. Λιτός και αθλητικός πάντα, ο Νίκος δεν έπαψε να γυμνάζεται με μια μπάλα, αλλά του αρέσει και το ποδόσφαιρο -μάλλον μόνο για να το παρακολουθεί.
Έτσι, αυτό το τριήμερο βρίσκεται στο Λονδίνο προσκεκλημένος του… θαυμαστή του, προέδρου της UEFA, Μισέλ Πλατινί, προκειμένου να παρακολουθήσει τον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ στη βρετανική πρωτεύουσα μεταξύ της Μπάγερν Μονάχου και της Μπορούσια Ντόρτμουντ.
Ως το 2006 διατηρούσε τουριστικές επιχειρήσεις, κύριος άξονας των οποίων ήταν η θερινή παιδική και αθλητική κατασκήνωση με το όνομά του, στην Κασσάνδρα της Χαλκιδικής. Τότε, πούλησε συνολικά την επιχείρηση κι έκτοτε δεν ασχολήθηκε με καμιά επιχειρηματική δραστηριότητα, ζώντας από τους καρπούς της μεγάλης επαγγελματικής του αθλητικής διαδρομής.
Κάνει μια πολύ ήρεμη οικογενειακή ζωή, στο κέντρο της οποίας είναι η σύζυγος του Ελένη Παναγιώτου και η 7χρονη κόρη τους Στέλλα, την οποία υπεραγαπούν και ασχολούνται συστηματικά μαζί της.
Ο κορυφαίος μπασκετμπολίστας είναι ένας πραγματικός οικογενειάρχης, που προσαρμόζει το ημερήσιο πρόγραμμά του ανάλογα με τις υποχρεώσεις και τα ενδιαφέροντα της μικρής θυγατέρας του. Αυτός θα την πάει να παίξει τένις, θα την πάει στο σχολείο, θα ενδιαφερθεί για την πρόοδό της, θα συζητήσει με τους δασκάλους της, θα τη βγάλει βόλτα στα καταστήματα και θα πάει μικρές εκδρομές γι΄αυτήν.
Από το πρωί ως το βράδυ σχεδόν θα είναι με τη σύζυγο και την κόρη τους και σε κάποιες ελεύθερες ώρες θα πάει κάποια βόλτα σε στέκια που έχει -άλλοτε για να παίξει μια παρτίδα τάβλι, του αγαπημένου του επιτραπέζιου παιχνιδιού, ή να δει κάποιο παιχνίδι στην τηλεόραση, με φίλους.
Σε ό,τι αφορά τα αθλητικά του ενδιαφέροντα, ενημερώνεται καθημερινά και συστηματικά από ελληνικά και ξένα portals, αλλά δεν προτίθεται να αναμειχθεί ούτε και διοικητικά με τον Άρη, αφού άλλωστε δεν έχει αναμειχθεί προπονητικά ή με άλλη ιδιότητα με το άθλημα που τον έκανε παγκοσμίως γνωστό και είδωλο ακόμα και τώρα, 18 χρόνια μετά το τελευταίο του παιχνίδι.
Η εκτίμηση είναι πως δεν θέλει να «φθείρει» το όνομά του, ασχολούμενος με τη διαχείριση διοικητικών σε οποιαδήποτε ομάδα.
Προτιμά να είναι από μακριά και… αγαπημένος, παρά από κοντά. Κι αυτό παρά την αγάπη που ποτέ δεν έκρυψε για την ομάδα που τον ανέδειξε στην Ελλάδα και την Ευρώπη, τον Άρη, και παρά την αμοιβαία εκτίμηση που έχει με τον κόσμο της ομάδας.
Η καθημερινότητά του είναι λίγο πολύ παρόμοια μ΄αυτήν ενός συνταξιούχου, που απολαμβάνει όσα δεν πρόλαβε λόγω αγωνιστικών υποχρεώσεων στα χρόνια της δράσης του.
Τότε, που έκανε… καλογερική ζωή για να μπορεί να βγάζει δίωρες σκληρές αναμετρήσεις υψηλών απαιτήσεων, «υπεριπτάμενος» των αντιπάλων του για να πετύχει εκείνα τα αλησμόνητα καλάθια, που έδιναν την εντύπωση πως βαδίζει στο κενό για να κάνει πράξη τους απίθανους εναέριους ελιγμούς του απέναντι σε δίμετρους αντιπάλους, «κολοσσούς» του αθλήματος.
Ως πριν από λίγους μήνες είχε ένα σταθερό στέκι για τις μεσημεριανές γαστρονομικές εξορμήσεις του, που από τα χρόνια της αθλητικής του δράσης γνώριζε, στην οδό Βασιλίσσης Ολγας.
Το περίφημο «Wolves», που όμως κι αυτό έπεσε θύμα της οικονομικής κρίσης κι έκλεισε προ τριμήνου. Εκεί, όταν ο Νίκος Γκάλης γευμάτιζε τα μεσημέρια, μεταξύ δυο προπονήσεων, ο συνωστισμός πελατών που ήθελαν να γευματίζουν στα κοντινά τραπέζια με τον «Θεό του μπάσκετ» ήταν ευλογία για τους καταστηματάρχες Βαγγέλη και Νίκο Τσιαντούκα, που η παρουσία του δημοφιλέστατου πελάτη τους, ανάγκαζε τον σεφ του καταστήματος να παρασκευάζει διπλάσιες ποσότητες εδεσμάτων για τους θαυμαστές του Γκάλη, που μεταλλάσσονταν και σε εν δυνάμει πελάτες του εστιατορίου.
Τα ταξίδια, που δεν γίνονται μόνο για αθλητικές υποχρεώσεις όπως στο παρελθόν, τώρα τον ξεκουράζουν και του δίνουν τον χρόνο να καλύψει όσα δεν πρόλαβε να δει κλεισμένος σε πολυτελή ξενοδοχεία όλα τα προηγούμενα χρόνια. Στις ΗΠΑ πήγαινε τακτικότερα όσο ζούσαν οι γονείς του, αλλά από τότε που τους έχασε πηγαίνει σε αραιά διαστήματα, κυρίως για να επισκεφτεί την αδελφή του.
Με τους φίλους του, που είναι περιορισμένοι σε αριθμό, είναι πρόσχαρος και πολύ ανοιχτόκαρδος. Στο πέρασμα του χρόνου είχε δεκάδες φίλους και χιλιάδες θαυμαστές. Τώρα, αρκούμενος στην οικογενειακή του στέγη, έχει περιορίσει και τον αριθμό των φίλων αυτών. Έχει διατηρήσει τη φήμη του «κλειστού» ανθρώπου και αυτό δεν είναι κατ΄ανάγκη αρνητικό. Όμως, ένα ποτό σε ένα μπαράκι, με δυο τρεις καλούς φίλους, μπορεί να λειτουργεί για τον ίδιο και σαν «γέφυρα πάνω από αγριεμένα κύματα».