Το όνομα «Τhe Brunchers» που ήρθε στο κέντρο της Αθήνας από τον Απρίλιο του 2022 κατάφερε σε λιγότερο από έναν χρόνο να ταυτιστεί όχι μόνο με την έννοια του brunch, αλλά και με μία από τις καλύτερες εκδοχές του. Δεν είναι τυχαίο το ότι στην πόρτα του «The Brunchers» φιγουράρει πλέον η διάκριση του ΤripAdvisor που το κατατάσσει στο top 10 των εστιατορίων globally.
Πίσω από αυτό το όνομα βρίσκεται ένας δραστήριος επιχειρηματίας, ο Τάσος Βλάχος, που ασχολείται με το hospitality στο κέντρο της Αθήνας. Με μικρά boutique ξενοδοχεία ή αλλιώς ξενοδοχεία πόλης που προσφέρουν φιλοξενία, ανεξάρτητη με αστέρια. Και κάπου στο ενδιάμεσο γίνεται το νέο βήμα που αφορά το «αδελφάκι» του «Τhe Brunchers» στη Ριβιέρα του Ελληνικού.
– Θα ξεκινήσω την κουβέντα μας με την καλή είδηση και θα σας ρωτήσω πώς προέκυψε η συνεργασία με τη lamda και η επέκταση του «The Brunchers» στην περιοχή του Ελληνικού.
Η επικείμενη συνεργασία με τη Lamda και κατ’ επέκταση η παρουσία μας στην περιοχή του Ελληνικού προέκυψε ύστερα από αρκετή σκέψη και μελέτη. Αφού επεξεργαστήκαμε αρκετές άλλες τοποθεσίες, καταλήξαμε ότι είναι στρατηγικής σημασίας για εμάς η παρουσία μας στα νότια και δεν υπήρχε καλύτερο μέρος από το κέντρο της Αθηναϊκής Ριβιέρα που θα δημιουργηθεί.
– Πιστεύετε ότι το project του Ελληνικού θα αλλάξει εντελώς τον «χάρτη» φιλοξενίας και διασκέδασης μέσα στο λεκανοπέδιο της Αττικής;
Με την κίνηση μας αυτή είναι αυταπόδεικτο ότι πιστεύουμε πολύ στο project του Ελληνικού, το οποίο σίγουρα θα αναβαθμίσει το γενικό τουριστικό προϊόν της Αθήνας. Πιστεύω ακράδαντα ότι θα ευνοήσει ακόμα περισσότερο τα ξενοδοχεία στο κέντρο της Αθήνας, καθώς θεωρώ ότι θα αυξηθεί ο μέσος χρόνος διαμονής των επισκεπτών μας. Δηλαδή εκεί που ένας επισκέπτης επέλεγε να μείνει μια νύχτα στην Αθήνα και μετά να πάει σε κάποιο νησί, τώρα θα έχουν τη δυνατότητα να μείνουν περισσότερα βράδια στην Αθήνα και να ζήσουν την εμπειρία της Ριβιέρα, γλιτώνοντας έτσι τα ακτοπλοϊκά εισιτήρια, τα οποία ήδη επηρεάζουν αρνητικά την κίνηση στη νησιωτική Ελλάδα.
– Θα ήθελα να πάμε πίσω χρονικά και να μας πείτε πότε, πού και πώς προέκυψε η ιδέα της δημιουργίας του «The Brunchers» στο κέντρο της Αθήνας.
Η ιδέα για το «The Brunchers» υπήρχε από το 2020, όταν και απέκτησα το πρώτο μου ξενοδοχείο στην περιοχή του Ψυρρή, το οποίο όμως δεν είχε τη δυνατότητα παροχής πρωινού στους επισκέπτες, κάτι το οποίο είναι πολύ σημαντικό στη λειτουργία ενός τουριστικού καταλύματος.
Πέρα όμως από αυτό, το πρωινό για μένα πάντα ήταν το πιο σημαντικό μου γεύμα. Μια κανονική ιεροτελεστία, ήθελα λοιπόν να ασχοληθώ αποκλειστικά με αυτό. Βολιδοσκοπούσα τον συγκεκριμένο χώρο όπου βρίσκεται σήμερα το μαγαζί από το 2020, αλλά δεν ήταν διαθέσιμο τότε. Τελικά, ήρθαμε σε συμφωνία το 2022 και από 1η Απριλίου ξεκινήσαμε.
– Ποιες είναι οι διάφορες του «The Brunchers» από άλλα restaurants που έχουν συμπεριλάβει στο menu τους πρωινό – δεκατιανό γεύμα;
Πρώτα από όλα θέλω να πω ότι στο κέντρο της Αθήνας έχει γίνει πολύ σοβαρή δουλειά από αρκετούς επιχειρηματίες πάνω στην εστίαση, με αποτέλεσμα να έχει ανέβει κατακόρυφα το επίπεδο του γαστρονομικού μας προϊόντος και πλέον να έχουμε γίνει και γαστρονομικός προορισμός για πολλούς επισκέπτες. Δεν θέλω να μιλήσω για διάφορες ή όχι, γιατί ο κάθε επιχειρηματίας έχει το δικό του Business Plan και όλα είναι σεβαστά, νομίζω όμως ότι στη δική μας περίπτωση έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο το γεγονός ότι προέρχομαι από τον ξενοδοχειακό χώρο και όχι από αυτόν της εστίασης. Ακόμα και σήμερα, παρ’ όλη την επιτυχία και μεγάλη απήχηση του «The Brunchers», δεν θεωρώ τον εαυτό μου εστιάτορα αλλά ξενοδόχο.
Αυτό σημαίνει ότι έχουμε μία άλλη προσέγγιση στη δουλειά μας γενικότερα. Για παράδειγμα, όλη η εκπαίδευση που κάνουμε στο προσωπικό μας γίνεται με προσέγγιση στο Hospitality και όχι στο σέρβις. Για μένα υπάρχει τεράστια διαφορά σε αυτά τα δύο, όπως συνηθίζω να λέω Hospitality Is Color, Service Is Black and White. Το προσωπικό μας δεν «βλέπει» τουρίστες αλλά επισκέπτες, ασχολούμαστε μαζί τους και δημιουργούμε σχέση, κάτι το οποίο εκτιμούν πολύ.
Για μένα δεν υπάρχει κάτι πιο τιμητικό από το να βλέπω πελάτη που έρχεται με βαλίτσα στο μαγαζί, αυτό σημαίνει ότι είτε φεύγει για τη χώρα του και αφιέρωσε το τελευταίο του γεύμα σε εμάς και πρέπει να φύγει με την καλύτερη εντύπωση, είτε μόλις ήρθε στην πόλη μας και μας τίμησε με το να έρθει απευθείας σε εμάς.
Πέρα όμως από το κομμάτι του Service, πιστεύω ότι η μάχη που καθημερινά δίνουμε για να έχουμε τις καλύτερες πρώτες ύλες, φέρνοντας πολλά προϊόντα από τον τόπο καταγωγής μας χωρίς να υπολογίζουμε το υψηλό κόστος, παίζει και αυτό πολύ σημαντικό ρόλο στο αποτέλεσμα. Μην ξεχνάμε ότι έχουμε πάρα πολλές οικογένειες με τα παιδιά τους που έρχονται για το πρωινό τους σε εμάς και αυτό μας δίνει μια επιπλέον ευθύνη για το τι σερβίρουμε. Ό,τι θα τρώγαμε σπίτι μας τρώμε και στο μαγαζί μας.
– Πώς αντιμετώπισαν οι Αθηναίοι την έλευση ενός πολύ συγκεκριμένου και με εξειδίκευση στα πιάτα restaurant;
Πιστεύω ακράδαντα ότι δεν είμαστε όλοι για όλα. Δεν μπορούμε να τα κάνουμε όλα σωστά. Οι Αθηναίοι άνοιξαν μια τεράστια αγκαλιά στους «Brunchers», γιατί νομίζω ότι εκτίμησαν αυτή μας την «πρόταση». Ουσιαστικά είπαμε ότι εμείς, κύριοι, δεν μπορούμε να κάνουμε 100 πράγματα, θα κάνουμε 20 που λέει ο λόγος, αλλά θα κοιτάξουμε να το «τερματίσουμε».
Επίσης, εκτίμησαν τη «συνοικιακή» θα έλεγα προσέγγιση του προσωπικού, καθώς, παρόλο που είμαστε σε μια τουριστική περιοχή όπως είπα και πριν, αναπτύσσουμε ισχυρούς δεσμούς μαζί τους. Αποτέλεσμα αυτού είναι να το έχουνε μετατρέψει σε στέκι τους και αρκετούς να τους ξαναβλέπουμε κάθε εβδομάδα. Η επιτυχία έγκειται στην επανάληψη.
– Ταυτόχρονα έχετε εξειδικευτεί και στα μικρά ξενοδοχεία πόλης. Ποιες είναι οι διάφορες τους με τα μεγάλα ξενοδοχεία της Αθήνας;
Όντως τα ξενοδοχεία που λειτουργώ είναι μάξιμουμ έως 16 δωματίων έκαστο. Οι διαφορές τους με τα μεγάλα είναι ότι μας δίνεται η δυνατότητα να αποκτήσουμε άλλη σχέση με τον πελάτη και να του παρέχουμε πιο προσωποποιημένες υπηρεσίες. Επίσης, τα μικρά ξενοδοχεία είναι και πιο ευέλικτα θα έλεγα σε περιόδους κρίσεις από τα μεγάλα, λόγω χαμηλότερων λειτουργικών. Και αυτό σε αυτές τις αβέβαιες εποχές που ζούμε είναι ένα σοβαρό πλεονέκτημα.
– Βλέπετε να υπάρχει ανταπόκριση από τους επισκέπτες στη χώρα μας (τα προτιμούν περισσότερο δηλαδή από τα μεγάλα απρόσωπα ξενοδοχεία) και γιατί;
Αρχικά να πω ότι βλέπω τεράστια ανταπόκριση γενικά για το τουριστικό προϊόν της Αθήνας, κάτι το οποίο καταγράφεται και στα νούμερα, σπάει ρεκόρ κάθε χρόνο. Αυτό είναι το πιο σημαντικό, καθώς έτσι θα έχουμε όλοι δουλειά.
Από εκεί και πέρα, οι επισκέπτες δεν νομίζω ότι δίνουν τόσο βάση είτε στο μέγεθος είτε στα «αστέρια» ενός ξενοδοχείο πλέον. Πιο σημαντικές παράμετροι είναι η τοποθεσία, η τιμή και η καθαριότητα. Με βάση αυτά επιλέγουν κυρίως.
– Η χειμερινή περίοδος είναι μπροστά. Έχετε ξεκινήσει να ετοιμάζεστε και στις μονάδες που διαθέτετε στην Αράχωβα φαντάζομαι. Μιλήστε μας γι’ αυτό.
Πέρυσι τον χειμώνα επεκταθήκαμε και στον χειμερινό τουρισμό με την απόκτηση ενός Boutique Hotel στο Λιβάδι Αράχωβας, το Mont Valley. Η χειμερινή περίοδος, όπως είπατε, πλησιάζει και ήδη έχουμε ξεκινήσει τις εργασίες και τις απαιτούμενες συντηρήσεις για να είμαστε έτοιμοι. Ο χειμερινός τουρισμός έχει τον εξής αστάθμητο παράγοντα. Τον καιρό. Πέρυσι για παράδειγμα ήταν από τους πιο ήπιους χειμώνες ever, με πολύ λίγες χιονοπτώσεις, κάτι που επηρέασε φυσικά όλες τις περιοχές που ζουν από τον χειμερινό τουρισμό.
– Πολλοί υποστηρίζουν ότι η Αράχωβα έχει «ξεφύγει» τα τελευταία χρόνια από πλευράς τιμών σε συνάρτηση με τη φιλοξενία που παρέχει. Ποια είναι η γνώμη σας;
Η γνώμη μου είναι ότι η «αγορά» και οι τιμές είναι κάτι το δυναμικό, αλλάζει συνέχεια. Αν κρίνω από τις περσινές τιμές τις περιοχής, θα ισχυριζόμουν ακριβώς το αντίθετο, ότι δηλαδή οι τιμές έπεσαν σε σχέση με παλιότερα έτη. Από την άλλη μην ξεχνάμε και τις «παροχές» που προσφέρει η Αράχωβα, η οποία ουσιαστικά είναι σαν μια Μύκονος του βουνού, έχουν γίνει πολύ σημαντικές επενδύσεις σε εστιατόρια κ.λπ.
– Πώς βλέπετε συνολικά την τουριστική κίνηση μέχρι σήμερα στην Αθήνα;
Η τουριστική κίνηση στην Αθήνα ζει στιγμές λαμπρές, το θέμα είναι η διάρκεια. Πρέπει οι επισκέπτες να φεύγουνε με τις καλύτερες εντυπώσεις για να μας φέρνουν και άλλους. Δεν μου λέει κάτι να έχουμε δύο χρονιές καλές και μετά τίποτα. Πρέπει να δούμε Long Term την κατάσταση και με βάση αυτό να πορευόμαστε. Άλλωστε είναι δίπλα μας τα παραδείγματα νησιών τα οποία υπέστησαν αυτό το πράγμα. Θέλουμε διάρκεια.
– Πιστεύετε ότι χρειάζεται μεγαλύτερη κρατική ενίσχυση ο τομέας τουρισμού – επιχειρηματιών τουρισμού και, αν ναι, θα μας πείτε πού;
Πιστεύω ότι το κράτος έχει αντιληφθεί ότι καλώς η κακώς, κακώς κατ’ εμέ, ο τουρισμός είναι η μία και μόνη μας βαριά βιομηχανία. Σίγουρα έχει ενισχύσει τον τομέα με διάφορους τρόπους, άλλα απομένουν πολλά βήματα. Προσωπικά δεν με ενδιαφέρει να έρθει το κράτος να με ενισχύσει οικονομικά για να ανοίξω νέα ξενοδοχεία, αλλά αυτό που θέλω από το κράτος είναι να φτιάξει τις κατάλληλες υποδομές, να δώσει βάση στην καθαριότητα των πόλεων, την ασφάλεια και γενικώς να συμβάλλει στην ακόμα καλύτερη εμπειρία των επισκεπτών μας. Γιατί είπαμε, σημασία έχει η διάρκεια.
– Βρισκόμαστε ως χώρα σε καλά επίπεδα σε συνάρτηση τιμών και παροχής υπηρεσιών στον τομέα της φιλοξενίας;
Πιστεύω ακράδαντα ότι η Ελλάδα είναι σε πάρα πολύ καλό επίπεδο όσον αφορά το Value for money που παρέχουμε στον τομέα της φιλοξενίας. Η παροχή υπηρεσίας είναι σε υψηλό επίπεδο και αυτό είναι εύκολο να το αντιληφθεί κάποιος όταν ταξιδεύει συχνά στο εξωτερικό και ειδικά σε ακριβούς προορισμούς. Θα αντιληφθεί ότι το επίπεδο στη χώρα μας είναι πολύ ψηλό. Μην ξεχνάμε ότι η φιλοξενία είναι στο αίμα μας, σε αυτή τη χώρα γεννήθηκε, λίγο περισσότερο επαγγελματισμό και σοβαρότητα να δείξουμε (εκεί πονάμε) και δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα.