Στον απόηχο του #metoo και του επαναπροσδιορισμού των παραδοσιακών φεμινιστικών αιτημάτων, η παγκόσμια κινηματογραφική παραγωγή παρουσιάζει, ολοένα και συχνότερα, πολύπλοκους γυναικείους χαρακτήρες σε ταινίες και σειρές που τολμούν να ξεπεράσουν όρια, τα οποία παλιότερα θεωρούνταν απροσπέλαστα.

Στη φετινή 81η Μόστρα της Βενετίας δύο τέτοιες ταινίες και μια σειρά παρουσίασαν τρεις γυναίκες οι οποίες, παγιδευμένες στον κόσμο των πατριαρχικών συμβάσεων, επιχειρούν την ηρωική τους έξοδο, αδιαφορώντας για το κόστος που έχουν οι επιλογές τους.

Οι ταινίες «Babygirl» με τη Νικόλ Κίντμαν και «Maria» με την Αντζελίνα Τζολί (οι οποίες συμμετέχουν στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ και διεκδικούν το Χρυσό Λέοντα) και η σειρά «Disclaimer» με την Κέιτ Μπλάνσετ (η οποία προβάλλεται εκτός συναγωνισμού) γέννησαν στη φετινή Μόστρα έναν εξαιρετικά ενδιαφέροντα διάλογο, ο οποίος ξεπερνά τα στενά όρια της κινηματογραφικής οθόνης και θα συνεχιστεί όταν αυτές κυκλοφορήσουν για το κοινό.

Η Κέιτ Μπλάνσετ στην τηλεοπτική σειρά «Disclaimer», την οποία σκηνοθετεί ο βραβευμένος με πέντε όσκαρ μεξικανός Αλφόνσο Κουαρόν και θα βγει σύντομα στην Apple TV+, ερμηνεύει μία καταξιωμένη δημοσιογράφο της οποίας η ζωή, η οικογένεια και η καριέρα καταστρέφονται όταν ένα βιβλίο δημοσιοποιεί μια (αληθοφανή) ιστορία ερωτικής απιστίας και ενδεχόμενου φόνου από το μακρινό παρελθόν της. Όλοι είναι εναντίον της – ακόμη και ο, μέχρι τότε νηφάλιος, και κατά τα άλλα φαινομενικά τέλειος σύζυγός της (τον οποίο υποδύεται ο Σάσα Μπάρον Κοέν).

Στη συνέντευξη Τύπου του 81ου Φεστιβάλ Βενετίας, η αυστραλή ηθοποιός είπε ότι ήταν μια ενδιαφέρουσα διαδικασία «να υποδυθεί έναν χαρακτήρα του οποίου η προσωπικότητα που βλέπουμε αρχικά στην οθόνη βασίζεται στις απόψεις άλλων».

«Είναι μια ντοκιμαντερίστρια, που έχει αφιερώσει τη ζωή της στο ν’ αντιμετωπίζει τραύματα και ν’ αποκαλύπτει τις αδικίες στις ζωές άλλων ανθρώπων. Η πρόκληση και η αγωνία του να ερμηνεύσεις έναν τέτοιο χαρακτήρα είναι ότι η κρίση συμβαίνει σχεδόν αμέσως μόλις τη συναντήσουμε, επομένως δεν ξέρουμε τίποτα γι’ αυτήν, μόνο τι λένε οι άλλοι για εκείνη», εξήγησε.

Η Μπλάνσετ ανέφερε ότι αντιμετώπισε αυτή τη συνθήκη προσεγγίζοντας την ηρωίδα που υποδύεται, την Κάθριν Ράβενσκροφτ σαν «ένα ποτήρι με νερό» στο οποίο οι άλλοι χαρακτήρες και το κοινό μετέφεραν τις απόψεις τους. «Από την πρώτη κιόλας ανάγνωση του σεναρίου, σοκαρίστηκα με τα πολλαπλά επίπεδα κριτικής που μετέφερα στον χαρακτήρα χωρίς να γνωρίζω τίποτα για εκείνη, παρόλο που θεωρώ τον εαυτό μου ως ένα αρκετά μη επικριτικό άτομο. Αυτή τη δύναμη της κριτικής κατάφερε ν’ αναδείξει στη σειρά ο Αλφόνσο ως σκηνοθέτης» σημείωσε.

«Η ηρωίδα που ερμηνεύω έχει θάψει κάποια πράγματα μέσα της, κάποιες τραυματικές εμπειρίες. Και έτσι μπήκα στη διαδικασία να σκεφτώ τι συμβαίνει με τις καταπιεσμένες αναμνήσεις και τα πράγματα που έχουμε απωθήσει αντί να τα αντιμετωπίσουμε. Και βρήκα αυτές τις σκέψεις συναρπαστικές και αρκετά οδυνηρές», δήλωσε.

Η Νικόλ Κίντμαν στο «Babygirl» που σκηνοθετεί η ολλανδέζα Αλίνα Ρέιν, είναι μια πολυάσχολη δυναμική CEO μιας ισχυρής εταιρείας που ειδικεύεται στη ρομποτική, η οποία εμπλέκεται σε σαδομαζοχιστική ερωτική σχέση με έναν νεαρό ασκούμενο βοηθό της (Χάρις Ντίκινσον). Κανείς (ούτε καν ο ερωτευμένος αλλά αυτάρεσκος σύζυγός της, τον ρόλο του οποίου κρατά ο Αντόνιο Μπαντέρας) δεν μπορεί να δει την αληθινή γυναίκα που διεκδικεί το δικαίωμα του οργασμού της, αλλά συνθλίβεται μέσα στις συμβάσεις ενός πατριαρχικού καθωσπρεπισμού.

«Είναι μία ταινία για την επιθυμία, τον πόθο. Για τις εσωτερικές μας σκέψεις, τα μυστικά, τον γάμο, τον σεβασμό, την εξουσία, την οικειότητα, τη συναίνεση.. Πάνω από όλα όμως, είναι η ιστορία μίας γυναίκας και ελπίζω μια απελευθερωτική εμπειρία», δήλωσε στη συνέντευξη τύπου του φεστιβάλ η Νικόλ Κίντμαν τονίζοντας πως αποδέχθηκε αυτό το ρόλο γιατί το έγραψε και το σκηνοθέτησε γυναίκα. «Αισθάνθηκα ωραία που πίσω από τον φακό ήταν το βλέμμα μίας γυναίκας. Ήταν μια εκ βαθέων εμπειρία το να μοιραστώ αυτά τα πράγματα. Είναι μια ιστορία της οποίας ήθελα να είμαι μέρος και κάθε κομμάτι μου ήταν αφοσιωμένο σε αυτό. Ήταν καιρός να πούμε κι εμείς τις ιστορίες μας, με το δικό μας τρόπο. Ευτυχώς, αυτό προχωράει καλά. Πόσες γυναίκες σκηνοθέτες υπάρχουν φέτος στο διαγωνιστικό; Αλλάζουμε, σταδιακά, αλλά αλλάζουμε», ανέφερε.

Στη «Maria» του Χιλιανού Πάμπλο Λαραϊν, η Αντζελίνα Τζολί ερμηνεύει τη Μαρία Κάλλας. Η ταινία εστιάζει στις τελευταίες μέρες της ζωής της στο Παρίσι με την απόλυτη ντίβα να προσπαθεί να ανακτήσει τη χαμένη της λάμψη και να συνειδητοποιεί ότι οι πάντες (με πρώτο τον Ωνάση – τον οποίο ερμηνεύει ο Τούρκος Χαλούκ Μπιλτζίνερ) την ήθελαν ως τρόπαιο στην εξουσιαστική συλλογή τους, αρνούμενοι να αποδεχτούν την καλλιτεχνική της υπεροχή και την ανεξαρτησία του αγέρωχου χαρακτήρα της. Μέρος των γυρισμάτων της ταινίας πραγματοποιήθηκαν στην Ηλεία, με την ελληνική εταιρεία παραγωγής Heretic.

Η προετοιμασία της αμερικανίδας ηθοποιού για την ταινία κράτησε σχεδόν επτά μήνες, ενώ παρακολούθησε και μαθήματα τραγουδιού. «Ο Πάμπλο μου έδωσε χρόνο να προοδεύσω, αλλά φοβόμουν ότι δεν θα ανταποκρινόμουν», δήλωσε η Αντζελίνα Τζολί. «Στην αρχή, όταν αποδέχτηκα το ρόλο, πίστευα ότι η μεγαλύτερη πρόκληση θα ήταν τεχνική, στο πώς ερμηνεύεις όπερα. Όμως δεν ήταν καθόλου έτσι. Ήταν περισσότερο συναισθηματική. Έπρεπε να βρω τη “φωνή” μου κι εγώ. Και δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο δύσκολο μου ήταν αυτό και πόσο “κλειδωμένη” ήμουν. Αυτός ο ρόλος ήταν η ψυχοθεραπεία που δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι χρειαζόμουν. Ένιωσα ότι η Μαρία με σκηνοθέτησε μαζί με τον Πάμπλο. Ήταν με έναν τρόπο η δασκάλα μου για τον ρόλο».

Πηγή: AΠΕ