Η εφηβεία είναι μια περίοδος στη ζωή των κοριτσιών που βιώνουν αλλαγές τόσο σωματικές όσο και συναισθηματικές. Πολλά συναισθήματα που αλλάζουν ώρα με την ώρα και το σώμα τους που διαφοροποιείται μέσα σε διάστημα μηνών τροποποιούν τη σχέση των εφήβων κοριτσιών με τον εαυτό τους, με την οικογένεια, το φιλικό και το κοινωνικό τους περιβάλλον.
Φως σε αυτήν την περίοδο, δίνει η δρ Χρυσάνθη Σαρδέλη, Μαιευτήρας-Γυναικολόγος, Κλινικός Φαρμακολόγος με εξειδίκευση στην Αναπαραγωγική Τοξικολογία, Αναπλ. Καθηγήτρια Φαρμακολογίας-Κλινικής Φαρμακολογίας ΑΠΘ.
Ο ορισμός της εφηβείας για τα κορίτσια
Ξεκινώντας ήδη από την ηλικία των 7 ή 8 ετών, το σώμα αρχίζει να παράγει τις ορμόνες που είναι υπεύθυνες για τις αλλαγές της εφηβείας. Στην αρχή της εφηβείας, ο παιδικός εγκέφαλος απελευθερώνει μια ορμόνη που ονομάζεται ορμόνη απελευθέρωσης γοναδοτροπινών (GnRH). Η GnRH ενεργοποιεί την υπόφυση –ένα μικρό αλλά σημαντικό αδένα που ελέγχει την παραγωγή πολλών σημαντικών ορμονών–, ώστε να εκκρίνει τη θυλακιοτρόπο (FSH) και την ωχρινοτρόπο ορμόνη (LH ) στην κυκλοφορία του αίματος.
Στα άτομα που καταχωρούνται ως κορίτσια κατά τη γέννηση, η κύρια ορμόνη του φύλου είναι τα οιστρογόνα (παράγεται από τις ωοθήκες). Για τα άτομα καταχωρούνται ως αγόρια κατά τη γέννηση, η τεστοστερόνη είναι η πρωταρχική ορμόνη του φύλου (παράγεται από τους όρχεις). Όμως, τόσο τα αγόρια όσο και τα κορίτσια παράγουν κι άλλες ορμόνες που ονομάζονται ανδρογόνα, αν και τα αγόρια παράγουν σημαντικά μεγαλύτερες ποσότητες. Άλλες εφηβικές ορμόνες που ελέγχουν την ανάπτυξη και την σεξουαλική ωρίμανση είναι η διυδροτεστοστερόνη (DHT), η οιστραδιόλη και η αυξητική ορμόνη.
Η έναρξη της εφηβείας τυπικά τοποθετείται μεταξύ των ηλικιών 7 και 13 ετών για τα κορίτσια και 9 και 15 ετών για τα αγόρια. Ορισμένες από τις σωματικές αλλαγές που σχετίζονται με την εφηβεία, όπως η ανάπτυξη των μαστών, ολοκληρώνονται περίπου στην ηλικία των 18 ετών. Αλλά η ίδια η διαδικασία συνεχίζεται μέχρι τη νεαρή ενηλικίωση. Μέχρι τη στιγμή που ένα άτομο φτάνει στις αρχές της δεκαετίας των 20, η απελευθέρωση των σεξουαλικών ορμονών έχει επιβραδυνθεί και οι ψυχικές και σωματικές αλλαγές που σχετίζονται με την εφηβεία έχουν ολοκληρωθεί.
Οι ορμόνες δίνουν την εκκίνηση αλλαγών στο σώμα και τα συναισθήματα
Καθώς οι ορμόνες καταλαμβάνουν το σώμα ενός εφήβου, οι γονείς και τα παιδιά θα παρατηρήσουν ότι τα συναισθήματα, οι διαθέσεις και η σεξουαλικότητα των εφήβων είναι πολύ πιο έντονα. Πιθανώς θα βιώσουν διακυμάνσεις της διάθεσης, αύξηση του σωματικού βάρους και άλματα ανάπτυξης. Οι έφηβοι –ασχέτως φύλου– μπορεί επίσης να αισθάνονται πιο παρορμητικοί και πιο πρόθυμοι να πάρουν ρίσκα, όπως να πειραματιστούν με ναρκωτικά ή αλκοόλ, να οδηγήσουν χωρίς δίπλωμα ή να κάνουν μη ασφαλές σεξ.
Στα κορίτσια, η FSH και η LH δίνουν σήμα στις ωοθήκες να αρχίσουν να παράγουν οιστρογόνα, μία από τις κύριες γυναικείες ορμόνες του φύλου, και να απελευθερώνουν ωάρια μετά από κατάλληλη ωρίμανση. Τα κορίτσια θα ψηλώσουν και θα πάρουν βάρος, αυξάνοντας τη μυϊκή τους μάζα. Θα αρχίσουν να έχουν εμμηνορροϊκό κύκλο και θα αναπτύξουν στήθος και φαρδύτερους γοφούς. Οι τρίχες στο σώμα αναπτύσσονται στα πόδια, στις μασχάλες και τα γεννητικά όργανα ως αποτέλεσμα των ορμονικών αλλαγών των έφηβων κοριτσιών. Η οσμή του σώματος είναι έντονη και κάποιες έφηβες εμφανίζουν ακμή ή επιδεινώνεται τυχόν προϋπάρχουσα ακμή.
Παράλληλα επηρεάζεται η διάθεση, τα συναισθήματα και ο αυτοέλεγχος των έφηβων κοριτσιών. Οι διακυμάνσεις της διάθεσης, η αυξημένη ένταση των συναισθημάτων και ο μειωμένος αυτοέλεγχος που βιώνουν οι έφηβες προκαλούνται από τις διακυμάνσεις των οιστρογόνων, της προγεστερόνης και της τεστοστερόνης – των ορμονών του φύλου.
Οι ορμόνες επηρεάζουν τη σεξουαλικότητα
Αυτές οι ίδιες ορμόνες θα επηρεάσουν επίσης τον τρόπο με τον οποίο σκέφτονται για τα ραντεβού και το σεξ. Οι έφηβοι –ασχέτως φύλου– ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο για το σεξ, μερικές φορές σε σημείο εμμονής, καθώς εμφανίζονται οι εφηβικές ορμονικές αλλαγές. Για τις γυναίκες ειδικά το ενδιαφέρον για σεξουαλική δραστηριότητα πρωτοεμφανίζεται στην εφηβεία, αλλά η γενετήσια ορμή (libido) αυξάνεται σταδιακά και κορυφώνεται περίπου στο μέσο της δεκαετίας των 30.
Είναι δύσκολο να αισθάνεται ένα άτομο ότι το σώμα και το μυαλό του ελέγχονται από τις δυνάμεις της φύσης, αντί να κατευθύνονται από τις δικές του αποφάσεις, πόσο μάλλον μια έφηβη. Πολλές έφηβες αισθάνονται ότι οι αλλαγές που βιώνουν είναι παράξενες, φρικιαστικές ή αφύσικες. Στην πραγματικότητα, σχεδόν όλα όσα περνούν οι έφηβες είναι ένα φυσιολογικό μέρος της ανάπτυξής τους.
Πώς επιδρούν οι ορμόνες στην ψυχική υγεία των εφήβων
Οι ορμονικές αλλαγές της εφηβείας μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο κατάθλιψης – κάτι που σχετίζεται κυρίως με τα οιστρογόνα. Ωστόσο, δεν είναι μόνο οι ορμονικές αλλαγές που αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης διαταραχών ψυχικής υγείας κατά την εφηβεία. Οι έφηβοι –ασχέτως φύλου– βρίσκονται επίσης υπό έντονο στρες, καθώς προσπαθούν να διαμορφώσουν την ταυτότητά τους και να διαχειριστούν τις ακαδημαϊκές προκλήσεις και τις σχέσεις εντός και εκτός της οικογένειάς τους.
Στα χρόνια της εφηβείας, η ταυτότητα ενός εφήβου μπορεί να αλλάξει από τον ένα μήνα στον άλλο. Έχουν την ευκαιρία να πειραματιστούν με τις προσωπικές τους αξίες, το στιλ, τις πεποιθήσεις και τη σεξουαλικότητά τους. Αν έχουν υγιή αυτοεκτίμηση και ένα ισχυρό σύστημα υποστήριξης, μπορούν να οικοδομήσουν τη νέα τους ταυτότητα με αυτοπεποίθηση. Αλλά πολλοί έφηβοι παλεύουν με την αίσθηση της αυτοεκτίμησής τους, νιώθοντας ότι δεν ανταποκρίνονται στα πρότυπα των γονέων, των δασκάλων ή των φίλων τους. Οι έφηβοι που υποφέρουν από χαμηλή αυτοεκτίμηση είναι πιο ευάλωτοι στις αρνητικές επιρροές της πίεσης των συνομηλίκων και πιο πιθανό να κάνουν κατάχρηση ναρκωτικών και αλκοόλ. Επιπλέον, είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν κατάθλιψη.
Ποιες οι επιπτώσεις της ορμονικής ανισορροπίας στις έφηβες
Όταν το σώμα παράγει υπερβολικά πολλές ή πολύ λίγες από τις ορμόνες που απαιτούνται για την εφηβεία, το αποτέλεσμα είναι μια ορμονική ανισορροπία. Οι ορμονικές ανισορροπίες μπορούν να οδηγήσουν σε ποικίλα προβλήματα υγείας. Τα συμπτώματα της ορμονικής ανισορροπίας στις έφηβες μπορεί να περιλαμβάνουν:
- βαριές ή ακανόνιστες περιόδους,
- τριχόπτωση,
- νυχτερινές εφιδρώσεις,
- πονοκεφάλους.
Επιπλέον, μπορεί να διαπιστώνεται:
- ξηρότητα του δέρματος,
- θολή όραση,
- κόπωση,
- πόνος στις αρθρώσεις.
Η κατάσταση επιδεινώνεται σημαντικά εάν συνυπάρχει παχυσαρκία, η οποία διαταράσσει την ορμονική ισορροπία και προκαλεί:
- δυσλειτουργία των ωοθηκών,
- σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών,
- αντίσταση στην ινσουλίνη,
- και (σε σοβαρές, χρόνιες περιπτώσεις) ακόμα και ορμονοεξαρτώμενους καρκίνους σε μεταγενέστερη ηλικία.
Οι ορμονικές ανισορροπίες σε έφηβα κορίτσια μπορούν επίσης να επηρεάσουν τη διάθεση και τα συναισθήματα. Η ευερεθιστότητα, η κατάθλιψη, το άγχος και η νευρικότητα μπορεί να είναι συμπτώματα ορμονικής ανισορροπίας. (Είναι σημαντικό να θυμάστε, ωστόσο, ότι αυτά τα εφηβικά συναισθήματα μπορεί να καταλύονται και από τα φυσιολογικά επίπεδα των εφηβικών ορμονών.)
Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα σημάδια μιας ορμονικής ανισορροπίας μπορεί να είναι ορατά, όπως η καθυστερημένη εφηβεία ή η υπερβολική και ξαφνική αύξηση του βάρους. Σε άλλες περιπτώσεις, μπορεί να μην εύκολο να ειπωθεί ότι η έφηβη του σπιτιού υποφέρει από συμπτώματα εφηβικής ορμονικής ανισορροπίας, όπως η έντονη εμμηνορροϊκή αιμορραγία.
Σε πολλές περιπτώσεις, η έφηβη μπορεί να μην αντιλαμβάνεται καν ότι κάτι δεν πάει καλά. Οι ακανόνιστες ή βαριές περίοδοι, η κόπωση, η αύξηση του σωματικού βάρους, η τριχοφυΐα στο πρόσωπο και η ακραία κυκλοθυμία είναι όλα κοινά συμπτώματα των φυσιολογικών ορμονικών αλλαγών των εφήβων. Υπάρχουν όμως και άλλα λιγότερο συνηθισμένα συμπτώματα, τα οποία μπορεί να εμφανιστούν σε διάφορους συνδυασμούς ανάλογα με συγκεκριμένα ορμονικά προβλήματα μιας έφηβης, όπως:
- δυσανεξία στο κρύο ή τη ζέστη,
- δυσκοιλιότητα ή αντίθετα συχνότερες κενώσεις,
- ξηροδερμία,
- οίδημα προσώπου,
- ανεξήγητη απώλεια ή αύξηση βάρους,
- αυξημένος ή μειωμένος καρδιακός ρυθμός,
- μυϊκή αδυναμία,
- συχνουρία,
- αυξημένη δίψα,
- πόνος ή δυσκαμψία στους μύες ή στις αρθρώσεις,
- τριχόπτωση ή λεπτά, εύθραυστα μαλλιΑυξημένη πείνα,
- κατάθλιψη ή άγχος,
- θολή όραση,
- αυξημένη παραγωγή ιδρώτα,
- εναπόθεση λιπώδους ιστού ανάμεσα στους ώμους,
- εμφάνιση ραγάδων,
- εξάψεις,
- επιθυμία για ζάχαρη,
- κατακράτηση υγρών,
- πονοκέφαλος,
- δυσκολία συγκέντρωσης,
- αϋπνία.
Πότε είναι απαραίτητη η επίσκεψη σε γιατρό
Εάν υπάρξει υποψία ορμονικής διαταραχής κατά την εφηβεία, η επίσκεψη σε γιατρό είναι απαραίτητη. Οι κατάλληλα εκπαιδευμένοι επαγγελματίες υγείας μπορούν να προσδιορίσουν εάν υπάρχουν υποκείμενα προβλήματα υγείας τα οποία προκαλούν κλινικά σημαντική διαταραχή και να συνταγογραφήσουν την ενδεδειγμένη ορμονοθεραπεία για να διασφαλιστεί η φυσιολογική ανάπτυξη κατά την εφηβεία.
Αλλαγές στη συμπεριφορά
Οι εφηβικές ορμόνες επηρεάζουν όχι μόνο το σώμα και το μυαλό των εφήβων, αλλά και τη συμπεριφορά τους. Η πίεση από τους συνομηλίκους, η χαμηλή αυτοεκτίμηση και οι ορμόνες που οργιάζουν μπορεί να οδηγήσουν τους εφήβους να ρισκάρουν και να εμπλακούν σε ριψοκίνδυνες συμπεριφορές που θα μπορούσαν να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στο μέλλον τους.
Ως εκ τούτου, καθώς τα παιδιά εισέρχονται στην εφηβεία τους, είναι σημαντικό να έχουν ένα σύστημα υποστήριξης στο οποίο μπορούν να βασιστούν. Οι γονείς, τα αδέλφια, οι επαγγελματίες υγείας, οι δάσκαλοι και οι προπονητές μπορούν να προσφέρουν εμπειρία ζωής και καθοδήγηση, καθώς οι έφηβοι περιηγούνται σε αυτή τη δύσκολη αλλά και συναρπαστική περίοδο της ζωής τους.
Ο ρόλος της οικογένειας
Καθώς οι έφηβοι ωριμάζουν και οι ορμονικές αλλαγές συνεχίζουν να δημιουργούν μια νέα πραγματικότητα, είναι ζωτικής σημασίας για τους γονείς να παραμείνουν ενεργοί και παρόντες στη ζωή του παιδιού τους και να το στηρίξουν σε αυτά τα δύσκολα χρόνια.
Ακολουθούν μερικοί τρόποι με τους οποίους οι γονείς μπορούν να το κάνουν αυτό.
- Είναι σημαντικό να ενθαρρύονται οι έφηβες να δοκιμάζουν νέα πράγματα και να αναλαμβάνουν νέες προκλήσεις. Οι συναρπαστικές εμπειρίες και η κοινωνικοποίηση βοηθούν τους εφήβους – ασχέτως φύλου– να επικεντρωθούν έξω από τον εαυτό τους και να αποκτήσουν αυτοπεποίθηση, αντί να έχουν εμμονή με όλες τις αλλαγές που συμβαίνουν στο σώμα και το μυαλό τους.
- Είναι σημαντικό να υπάρχουν ανοικτοί δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ των γονιών και των εφήβων. Αν μία έφηβη δεν νιώθει άνετα να μιλήσει με τους γονείς της για όσα βιώνει εξαιτίας των ορμονικών αλλαγών της εφηβείας, τότε πρέπει να μπορεί να μιλήσει σε κάποιον άλλο ενήλικα που εμπιστεύεται, όπως έναν σχολικό σύμβουλο, έναν επαγγελματία υγείας ή ένα συγγενικό πρόσωπο.
- Η σταθερότητα και οι ρουτίνες στο σπίτι ευνοούν την ομαλή σωματική, ψυχική και πνευματική ανάπτυξη των εφήβων. Αυτό περιλαμβάνει αρκετό ύπνο και σωματική δραστηριότητα, ποιοτική διατροφή και περιορισμό του χρόνου που αφιερώνεται σε ηλεκτρονικές συσκευές και οθόνες.
- Αν και όσο μεγαλώνει μία έφηβη γίνεται όλο και πιο ανεξάρτητη, είναι σημαντικό να υπάρχει πειθαρχία και όρια όπου χρειάζεται. Ενώ οι έφηβοι –ασχέτως φύλου– μπορεί να αντιδρούν στους κανόνες και την υπευθυνότητα, στην πραγματικότητα αισθάνονται πιο ασφαλείς και προστατευμένοι, όταν οι γονείς έχουν σαφώς καθορισμένες προσδοκίες από αυτούς και επιβάλουν συνέπειες για τη συμπεριφορά τους.
- Τέλος, είναι απαραίτητο να βοηθούνται οι έφηβες να αναπτύξουν μηχανισμούς αντιμετώπισης του στρες. Η διατήρηση ημερολογίου, η γιόγκα ή άλλη τακτική σωματική δραστηριότητα, η δημιουργική έκφραση ή η ενασχόληση με τη φύση είναι τέτοιοι τρόποι διαχείρισης του άγχους αυτής της περιόδου. Ο περιορισμός και ο καλύτερος έλεγχος των ορμονών του στρες στο σώμα υποστηρίζει την υγιή σωματική και συναισθηματική ανάπτυξη κατά την εφηβεία.
*Το παρόν άρθρο περιέχει εκλαϊκευμένες πληροφορίες που αντλήθηκαν από επιστημονικές δημοσιεύσεις διαθέσιμες στις βάσεις δεδομένων Pubmed και Scopus, όπως και από τις διαθέσιμες κλινικές οδηγίες των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας (NIH) των ΗΠΑ και του Εθνικού Ινστιτούτου Κλινικής Αριστείας (NICE) του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι πληροφορίες που εμφανίζονται εδώ δεν αποτελούν κλινική υπόδειξη ή έκδοση συνταγής για επίλυση συγκεκριμένων ιατρικών προβλημάτων αλλά στοχεύουν στο να αυξήσουν τη γνώση του ή της αναγνώστριας και να βοηθήσουν στην καλύτερη κατανόηση των καταστάσεων που παρουσιάζονται. Η τελική επιλογή διαχείρισης-θεραπείας ή η παράλειψη της γίνεται μόνο σε συνεργασία και με τη σύμφωνη γνώμη του ή της γιατρού κάθε πάσχουσας.