Για δεκαετίες, η ανθρώπινη μακροζωία παρουσίαζε εντυπωσιακή αύξηση, ιδιαίτερα στις ανεπτυγμένες χώρες. Απο τις αρχές του 20ού αιώνα, η μέση διάρκεια ζωής αυξανόταν κατά περίπου τρία χρόνια κάθε δεκαετία, γεγονός που επέτρεψε στους ανθρώπους του 21ου αιώνα να ζουν κατά μέσο όρο τριάντα χρόνια περισσότερο από εκείνους που γεννήθηκαν το 1900.

Οι ιατρικές εξελίξεις και οι βελτιώσεις στη δημόσια υγεία ήταν η κινητήρια δύναμη αυτών των εντυπωσιακών επιτευγμάτων. Ωστόσο, ένα νέο κύμα ερευνών φαίνεται να υποδεικνύει πως αυτή η εντυπωσιακή πορεία για την αύξηση των ορίων της ανθρώπινης μακροζωίας ενδεχομένως να φτάνει στο τέλος της. Μήπως έχουμε αγγίξει τα ανώτατα όρια;

Η επιβράδυνση της αύξησης του προσδόκιμου ζωής

Αν και πολλοί πίστευαν ότι η τάση της ριζικής αύξησης του χρόνου ζωής θα συνεχιστεί, η πρόσφατη έρευνα του καθηγητή Δημόσιας Υγείας, S. Jay Olshansky, και της ομάδας του δείχνει μια διαφορετική πραγματικότητα.

Σύμφωνα με το Scientific American, εξετάζοντας δεδομένα από τις χώρες του κόσμου με την υψηλότερη μακροζωία – όπως η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, η Ελβετία και η Σουηδία – οι ερευνητές διαπίστωσαν πως η βελτίωση στο προσδόκιμο ζωής έχει επιβραδυνθεί δραστικά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως στις ΗΠΑ, σημειώθηκε ακόμη και πτώση.

Αυτό φαίνεται να αποδίδεται στο γεγονός ότι η γήρανση, ως βιολογική διαδικασία, παραμένει αμετακίνητη παρά την ιατρική πρόοδο. Οι ασθένειες και τα προβλήματα που συνδέονται με τη γήρανση, όπως η άνοια, οι καρδιοπάθειες και η μειωμένη κινητικότητα, αυξάνονται όσο οι άνθρωποι ζουν περισσότερο. Ο Olshansky δίνει ένα γλαφυρό παράδειγμα: «Η μακροζωία είναι σαν το παιχνίδι Whac-a-Mole, κάθε ασθένεια που αντιμετωπίζουμε φέρνει στο προσκήνιο μια άλλη».

Το όριο της ανθρώπινης ζωής

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Olshansky, το ανώτατο προσδόκιμο ζωής φαίνεται να βρίσκεται γύρω στα 85 χρόνια. Τη δεκαετία του ’90, ο ίδιος είχε προβλέπει ότι τα κέρδη δεκαετιών στην μακροζωία θα μειώνονταν, κάτι που επιβεβαιώνεται με τα σημερινά δεδομένα. Παρόλο που αρχικά δέχτηκε έντονη κριτική, η μακροχρόνια έρευνά του επιβεβαιώνει ότι την πεποίθησή του πως οι δυνατότητες για αύξηση των ορίων της μακροζωίας ενδεχομένως είναι περιορισμένες».

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα δεδομένα από το Χονγκ Κονγκ και τη Νότια Κορέα, όπου παρά τις εντυπωσιακές τους επιδόσεις τα προηγούμενα χρόνια, τελικά μόνο ένα μικρό ποσοστό των παιδιών που γεννήθηκαν το 2019 αναμένεται να φτάσει τα 100 χρόνια. Αυτό, όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, υποδηλώνει τα όρια των προσφατων βελτιώσεων στους τομείς που αυξάνουν τα όρια ηλικίας (φάρμακα, ιατρική, συστήματα περίθαλψης κ.α.).

Τα «ακραία» σενάρια ριζικής παράτασης της ζωής

Και ενώ όλοι επιδίδονται στο κυνήγι της μακροζωίας, σύμφωνα με την έρευνα της ομάδας του Olshansky αποκάλυψε ότι τα σενάρια που υποστηρίζουν περαιτέρω δραματική παράταση της ανθρώπινης ζωής, όπως η πιθανότητα να ζουν κάποιες γυναίκες στην Ιαπωνία μέχρι και τα 150 χρόνια, δεν είναι ρεαλιστικά.

Ορισμένοι επιστήμονες συμφωνούν. Ο Jan Vijg, γενετιστής στο Albert Einstein College of Medicine, υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει καμία ένδειξη πως η επιβίωση σε ηλικίες άνω των 100 ετών θα μπορούσε να επιτευχθεί σύντομα. Η έρευνα του 2016 από την ομάδα του κατέληξε σε παρόμοια συμπεράσματα για τα όρια της ανθρώπινης μακροζωίας.

Επικέντρωση στη «διάρκεια υγείας» και όχι στη μακροζωία

Ο Olshansky και οι συνεργάτες του υποστηρίζουν ότι η επιστημονική κοινότητα πρέπει να εγκαταλείψει το όραμα της ριζικής παράτασης ζωής και να επικεντρωθεί στην διάρκεια υγείας – δηλαδή στα χρόνια της ζωής που περνάει κανείς σε καλή κατάσταση. Η προσέγγιση αυτή επικεντρώνεται στη βελτίωση της ποιότητας ζωής κατά τη διάρκεια των γηρατειών, αντί για την αύξηση του συνολικού προσδόκιμου.

Η έρευνα σε αυτόν τον τομέα, γνωστή ως γεροεπιστήμη (geroscience), δίνει έμφαση στη μελέτη των μηχανισμών της γήρανσης και στη βελτίωση της υγείας όσο οι άνθρωποι μεγαλώνουν. Η Nalini Raghavachari, υπεύθυνη προγράμματος στο Εθνικό Ινστιτούτο Γήρανσης των ΗΠΑ, τονίζει στο Scientific American ότι οι έρευνες σε μακρόβιους πληθυσμούς, όπως αυτοί της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας, μπορούν να αποκαλύψουν σημαντικά στοιχεία για τη διατήρηση της καλής υγείας και την πρόληψη ασθενειών. Αυτές οι πληροφορίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε νέες θεραπείες που θα βελτιώνουν την ποιότητα ζωής κατά τη γήρανση.