Το κάπνισμα μπορεί να είναι ο πιο επιδραστικός παράγοντας που καθορίζει αν οι ηλικιωμένοι θα αναπτύξουν άνοια. Αυτό είναι το ανησυχητικό συμπέρασμα μιας καινοτόμου μελέτης σε 14 ευρωπαϊκές χώρες.  

Όπως αναφέρεται στο StudyFinds, ερευνητές στο Λονδίνο διαπίστωσαν ότι όσον αφορά τη διατήρηση της γνωστικής λειτουργίας καθώς μεγαλώνουμε, η μεγαλύτερη επίδραση μπορεί να προέρχεται από μία και μόνο επιλογή τρόπου ζωής: το να μην καπνίζουμε.

Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nature Communications, παρακολούθησε πάνω από 32.000 άτομα ηλικίας 50 έως 104 ετών για έως και 15 χρόνια. Ενώ προηγούμενες έρευνες συχνά συνδύαζαν διάφορες υγιεινές συμπεριφορές, δυσκολεύοντας την ανίχνευση των πραγματικά σημαντικών παραγόντων, αυτή η μελέτη ακολούθησε διαφορετική προσέγγιση.

Εξετάζοντας 16 διαφορετικούς συνδυασμούς τρόπου ζωής, οι ερευνητές μπόρεσαν να απομονώσουν τις επιδράσεις του καπνίσματος, της κατανάλωσης αλκοόλ, της σωματικής δραστηριότητας και της κοινωνικής επαφής στη γνωστική έκπτωση.

Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά. Ανεξάρτητα από άλλους παράγοντες τρόπου ζωής, οι μη καπνιστές εμφάνισαν σταθερά πιο αργούς ρυθμούς γνωστικής έκπτωσης σε σύγκριση με τους καπνιστές. Αυτό το εύρημα υποδηλώνει ότι η διακοπή του καπνίσματος, ή η αποφυγή του από την αρχή, μπορεί να είναι το πιο κρίσιμο βήμα για τη διατήρηση καλύτερης εγκεφαλικής λειτουργίας καθώς γερνάμε.

«Τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι μεταξύ των υγιεινών συμπεριφορών που εξετάσαμε, το να μην καπνίζει κανείς μπορεί να είναι από τις πιο σημαντικές για τη διατήρηση της γνωστικής λειτουργίας», αναφέρει η δρ Mikaela Bloomberg από το University College London.

«Για τους ανθρώπους που δεν μπορούν να σταματήσουν το κάπνισμα, τα αποτελέσματά μας υποδηλώνουν ότι η υιοθέτηση άλλων υγιεινών συμπεριφορών, όπως η τακτική άσκηση, η μέτρια κατανάλωση αλκοόλ και η κοινωνική δραστηριότητα, μπορεί να βοηθήσει να αντισταθμιστούν οι αρνητικές γνωστικές επιπτώσεις του καπνίσματος».

Μεθοδολογία: Ξετυλίγοντας τον γρίφο της γνωστικής έκπτωσης

Για να κατανοήσουμε πώς οι ερευνητές κατέληξαν σε αυτό το συμπέρασμα, θα πρέπει να αναλύσουμε τη μεθοδολογία τους. Η μελέτη άντλησε δεδομένα από δύο μεγάλες μελέτες γήρανσης: την English Longitudinal Study of Ageing (ELSA) και την Survey of Health, Ageing and Retirement in Europe (SHARE). Αυτές οι μελέτες είναι θησαυροί πληροφοριών, παρακολουθώντας χιλιάδες ηλικιωμένους για πολλά χρόνια και συλλέγοντας δεδομένα για την υγεία, τον τρόπο ζωής και τη γνωστική τους λειτουργία.

Οι ερευνητές επικεντρώθηκαν σε 4 βασικούς παράγοντες τρόπου ζωής:

  • κάπνισμα (ενεργός καπνιστής ή μη καπνιστής),
  • κατανάλωση αλκοόλ (από καθόλου έως μέτρια ή υπερβολική),
  • σωματική δραστηριότητα (εβδομαδιαία μέτρια έως έντονη δραστηριότητα ή λιγότερη),
  • κοινωνική επαφή (εβδομαδιαία ή λιγότερο συχνή).

Συνδυάζοντας αυτούς τους παράγοντες, δημιούργησαν 16 διαφορετικά προφίλ τρόπου ζωής. Για παράδειγμα, ένα προφίλ μπορεί να είναι ένας μη καπνιστής που πίνει με μέτρο, ασκείται εβδομαδιαία και έχει συχνή κοινωνική επαφή, ενώ ένα άλλο μπορεί να είναι ένας καπνιστής που πίνει πολύ, δεν ασκείται τακτικά και έχει περιορισμένη κοινωνική επαφή.

Για να μετρήσουν τη γνωστική λειτουργία, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δύο τεστ:

  • ένα τεστ μνήμης, όπου οι συμμετέχοντες έπρεπε να ανακαλέσουν μια λίστα λέξεων άμεσα ή με καθυστέρηση,
  • ένα τεστ λεκτικής ευχέρειας, όπου οι συμμετέχοντες ονόμαζαν όσο το δυνατόν περισσότερα ζώα σε ένα λεπτό.

Αυτά τα τεστ επαναλαμβάνονταν σε πολλαπλά χρονικά σημεία κατά τη διάρκεια των ετών, επιτρέποντας στους ερευνητές να παρακολουθήσουν πώς η γνωστική λειτουργία άλλαζε με την πάροδο του χρόνου για κάθε προφίλ τρόπου ζωής.

Για να διασφαλίσουν ότι κατέγραφαν τις επιδράσεις του τρόπου ζωής και όχι πρώιμα σημάδια άνοιας, οι ερευνητές απέκλεισαν οποιονδήποτε έδειχνε σημάδια γνωστικής εξασθένησης στην αρχή της μελέτης ή διαγνώστηκε με άνοια κατά την περίοδο παρακολούθησης.

Τα βασικά αποτελέσματα: Το κάπνισμα στο προσκήνιο

Όταν οι ερευνητές ανέλυσαν τα δεδομένα, εμφανίστηκε ένα σαφές μοτίβο. Σε όλες τις περιπτώσεις, οι τρόποι ζωής που περιλάμβαναν κάπνισμα συνδέονταν με ταχύτερη γνωστική έκπτωση, ανεξάρτητα από άλλους παράγοντες. Για παράδειγμα:

Οι καπνιστές που κατανάλωναν υπερβολικό αλκοόλ, ασκούνταν σπάνια και είχαν περιορισμένη κοινωνική επαφή παρουσίασαν τον ταχύτερο ρυθμό γνωστικής έκπτωσης. Ακόμα και οι καπνιστές που ακολουθούσαν όλες τις άλλες υγιεινές συμπεριφορές (μέτρια κατανάλωση αλκοόλ, τακτική άσκηση και συχνή κοινωνική επαφή) παρουσίασαν ταχύτερη γνωστική έκπτωση σε σύγκριση με τους μη καπνιστές.

Μεταξύ των μη καπνιστών, οι διαφορές σε άλλους παράγοντες τρόπου ζωής είχαν πολύ μικρότερες επιδράσεις στη γνωστική έκπτωση.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει ότι οι επιδράσεις άλλων παραγόντων τρόπου ζωής ήταν λιγότερο έντονες. Η μέτρια κατανάλωση αλκοόλ συνδέθηκε με ελαφρώς πιο αργή γνωστική έκπτωση σε σύγκριση με την υπερβολική κατανάλωση, αλλά η διαφορά ήταν πολύ μικρότερη από αυτή που παρατηρήθηκε με το κάπνισμα. Η τακτική σωματική δραστηριότητα και η κοινωνική επαφή δεν έδειξαν ανεξάρτητη επίδραση στη γνωστική έκπτωση.

Το κάπνισμα αποδεικνύεται ότι είναι ένας από τους πιο επιζήμιους παράγοντες για τη γνωστική υγεία, καθώς γερνάμε, και η αποφυγή ή η διακοπή του καπνίσματος θα μπορούσε να είναι το πιο σημαντικό βήμα για την προστασία της εγκεφαλικής λειτουργίας στο μέλλον.