Ο πόνος είναι μια κοινή ανθρώπινη εμπειρία, αλλά, όπως φαίνεται, δεν βιώνεται με τον ίδιο τρόπο από άνδρες και γυναίκες. Μία νέα μελέτη, που διεξήχθη από το Πανεπιστήμιο της Αριζόνα και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Brain», αποκαλύπτει ότι η παραγωγή πόνου στο σώμα είναι διαφορετική μεταξύ των δύο φύλων, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε καλύτερες και πιο εξειδικευμένες θεραπείες.

Βιολογικές διαφορές στη δημιουργία του πόνου

Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου της Αριζόνα μελέτησαν τις διαφορές στα νευρικά κύτταρα που παράγουν σήματα πόνου ως αντίδραση σε βλάβες ή τραυματισμούς και διαπίστωσαν πως τα κύτταρα αντιδρούν διαφορετικά ανάλογα με το φύλο. Αυτό μπορεί να εξηγήσει, γιατί οι χρόνιες καταστάσεις πόνου είναι πιο διαδεδομένες στις γυναίκες, αλλά δεν διαγιγνώσκονται και δεν θεραπεύονται επαρκώς.

Ο Frank Porreca, ο διευθυντής έρευνας του Κέντρου για τον Πόνο και τον Εθισμό στο πανεπιστήμιο της Αριζόνα, τονίζει τη σημασία αυτών των ευρημάτων. «Η πλειοψηφία των ασθενών με πόνο παγκοσμίως είναι γυναίκες – και δεν καταλαβαίνουμε πλήρως το γιατί», αναφέρει. «Η έρευνά μας θα μπορούσε να έχει σημαντικές επιπτώσεις σε αυτό».

«Η εργασία αποτελεί βήμα μεγάλης προόδου στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο μπορεί να παράγεται ο πόνος σε άνδρες και γυναίκες», είπε και πρόσθεσε: «Τα αποτελέσματα της μελέτης μας ήταν εντυπωσιακά συνεπή και υποστηρίζουν το συμπέρασμα ότι οι υποδοχείς πόνου, τα θεμελιώδη δομικά στοιχεία του πόνου, είναι διαφορετικοί στα αρσενικά και στα θηλυκά. Αυτό δίνει την ευκαιρία να αντιμετωπίσουμε τον πόνο εξειδικευμένα και ενδεχομένως καλύτερα στους άνδρες ή στις γυναίκες».

Ο ρόλος των αλγοϋποδοχέων

Οι αλγοϋποδοχείς είναι εξειδικευμένα αισθητηριακά κύτταρα που ενεργοποιούνται από τραυματισμούς ή βλάβες, στέλνοντας σήματα στον εγκέφαλο μέσω του νωτιαίου μυελού. Η ενεργοποίησή τους αποτελεί το πρώτο βήμα στην αλυσίδα που οδηγεί τελικά στην αίσθηση του πόνου. Ωστόσο, κάτω από ορισμένες συνθήκες, το όριο ενεργοποίησης των αλγοϋποδοχέων αλλάζει, με αποτέλεσμα να προκαλείται πόνος από ερεθίσματα που θεωρητικά δεν θα έπρεπε να προκαλούν πόνο.

Σε αυτό το πλαίσιο οι ερευνητές εξέτασαν το πώς επηρεάζεται το όριο ενεργοποίησης των αλγοϋποδοχέων από δύο ουσίες: την προλακτίνη και την ορεξίνη Β.

Η έρευνα έδειξε ότι η προλακτίνη χαμήλωνε το όριο ενεργοποίησης του πόνου στα θηλυκά κύτταρα, αλλά όχι στα αρσενικά. Αντίθετα, η ορεξίνη Β το χαμήλωνε στα αρσενικά κύτταρα, αλλά όχι στα θηλυκά.

Προχωρώντας την έρευνα ένα βήμα παραπέρα, μπλόκαραν τη σηματοδότηση της προλακτίνης και της ορεξίνης Β και εξέτασαν την επίδραση στην οδό ενεργοποίησης των υποδοχέων πόνου. Όπως αναμενόταν, ο αποκλεισμός της σηματοδότησης της προλακτίνης μείωσε την ενεργοποίηση των υποδοχέων πόνου στις γυναίκες και δεν είχε καμία επίδραση στους άνδρες, ενώ ο αποκλεισμός της σηματοδότησης της ορεξίνης Β ήταν αποτελεσματικός στους άνδρες και όχι στις γυναίκες.

«Αυτό που διαπιστώσαμε είναι ότι στα αρσενικά και στα θηλυκά -ζώα ή ανθρώπους- οι βασικοί, υποκείμενοι μηχανισμοί που οδηγούν στην αντίληψη του πόνου είναι διαφορετικοί», δήλωσε ο Porreca. «Μέχρι τώρα, η υπόθεση ήταν ότι οι κινητήριοι μηχανισμοί που παράγουν πόνο είναι οι ίδιοι σε άνδρες και γυναίκες. Το εκπληκτικό συμπέρασμα από αυτές τις μελέτες είναι ότι υπάρχουν αρσενικοί και θηλυκοί υποδοχείς πόνου, κάτι που δεν γνωρίζαμε μέχρι σήμερα», σημείωσε.

Βελτίωση της θεραπείας του πόνου

Αυτά τα ευρήματα δείχνουν ότι η θεραπεία του πόνου μπορεί να βελτιωθεί μέσω της στόχευσης συγκεκριμένων μηχανισμών ενεργοποίησης των αλγοϋποδοχέων σε άνδρες και γυναίκες. Για παράδειγμα, οι μηχανισμοί που προκαλούν ημικρανίες στις γυναίκες μπορεί να διαφέρουν από αυτούς που προκαλούν ημικρανίες στους άνδρες, κάτι που σημαίνει ότι οι θεραπείες θα μπορούσαν να είναι διαφορετικές για τα δύο φύλα. Η ημικρανία και η ινομυαλγία έχουν αναλογία γυναικών προς άνδρες 3:1 και περίπου 8:1, αντίστοιχα.

Η έρευνα αυτή επισημαίνει την ανάγκη για εξατομικευμένη προσέγγιση στην έρευνα και την ανάπτυξη θεραπευτικών μεθόδων. Οι περισσότερες μελέτες για τον πόνο δεν αναλύουν ή δεν διαχωρίζουν τις διαφορές που αφορούν το φύλο, κάτι που μπορεί να επηρεάσει την αποτελεσματικότητα των θεραπειών.

Ο Jagdish Khubchandani, καθηγητής δημόσιας υγείας στο Πανεπιστήμιο του Νέου Μεξικού, μιλώντας στο VeryWellHealth σημείωσε ότι η νέα μελέτη «παρέχει περαιτέρω στοιχεία για την ανάγκη μιας εξατομικευμένης προσέγγισης στην έρευνα, τις κλινικές δοκιμές και την ανάπτυξη θεραπειών».

«Όταν αναφερόμαστε στην ιατρική ακρίβεια, συνήθως αναφερόμαστε στη γενετική ενός ασθενούς για το σχεδιασμό μιας θεραπείας», δήλωσε ο Porreca και πρόσθεσε: «Η πιο βασική γενετική διαφορά είναι αν πρόκειται για γυναίκα ή άνδρα ασθενή. Ίσως αυτό θα έπρεπε να είναι το πρώτο μέλημα όταν πρόκειται για τη θεραπεία του πόνου».

Συμπερασματικά, η κατανόηση των διαφορών στους μηχανισμούς του πόνου μεταξύ ανδρών και γυναικών μπορεί να οδηγήσει σε πιο αποτελεσματικές και εξειδικευμένες θεραπείες, βελτιώνοντας την ποιότητα ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων παγκοσμίως.