Το κλάμα είναι μία φυσική αντίδραση του σώματος σε συναισθήματα, όπως η λύπη ή η χαρά, το στρες και τον πόνο. Αν και είναι απολύτως φυσιολογικό, δεν είναι το ίδιο εύκολο για όλους. Εάν αναρωτιέστε για τον εαυτό σας ή για κάποιον άλλον γιατί δεν μπορεί να κλάψει, θα πρέπει να γνωρίζετε πως η επιστήμη έχει δώσει την απάντηση…
Ποιος ο ρόλος των δακρύων;
Όπως εξηγούν ειδικοί στο Today, «τα δάκρυα και το κλάμα εξυπηρετούν μία βιολογική λειτουργία». Τα μάτια παράγουν συνεχώς δάκρυα, τα οποία τα βοηθούν να διατηρηθούν υγιή και καθαρά. Περιέχουν ένα είδος βλέννας που τα βοηθάει να κολλήσουν στο μάτι, αλμυρό νερό για ενυδάτωση και προστασία των ματιών, καθώς και έλαιο για να μην εξατμιστούν. Το μάτι χρειάζεται συγκεκριμένη αναλογία και των τριών για να είναι υγιές. Το αλμυρό νερό στα δάκρυα παράγεται από τον δακρυϊκό αδένα. Η βλέννα και το λάδι προέρχονται από άλλους αδένες.
Όταν κλαίμε, το σώμα παράγει μεγαλύτερο όγκο νερού από ό,τι συμβαίνει συνήθως, με αποτέλεσμα να ξεχειλίζει η απορροή δακρύων στο κάτω βλέφαρο και σε πολλές περιπτώσεις ρέουν και από τη μύτη. Γι’ αυτό και το κλάμα συνοδεύεται και από καταρροή.
Υπάρχει επίσης και το αντανακλαστικό δάκρυ, που προκαλείται ως αντίδραση σε διάφορους ερεθισμούς, όπως τα κρεμμύδια, ο καπνός ή τα αλλεργιογόνα. Με αυτόν τον τρόπο, ο οργανισμός φροντίζει να καθαρίζει το μάτι.
Γιατί κλαίμε;
Τα δάκρυα που προκαλούνται από συναισθηματικές καταστάσεις, όπως λύπη, ευτυχία, φόβο, θυμό ή άγχος, οφείλονται επίσης σε με μια αντίδραση του οργανισμού. Όταν βιώνουμε έντονα συναισθήματα, ο εγκέφαλος διεγείρεται και δίνει εντολή στους δακρυϊκούς αδένες να αρχίσουν να παράγουν περισσότερα δάκρυα. Ο ίδιος μηχανισμός προκαλεί και τον λυγμό.
Αν και χρειάζονται περισσότερες έρευνες, υπάρχουν ενδείξεις πως με την παραγωγή δακρύων απελευθερώνονται ορμόνες που βοηθούν στη ρύθμιση των επιπέδων του στρες. Οι ενδορφίνες, όπως η ωκυτοκίνη, μας βοηθάει στην ανακούφιση του σωματικού πόνου και στην προώθηση της χαλάρωσης.
Ταυτόχρονα, το κλάμα βοηθάει στη μετάδοση των συναισθημάτων μας προς τους άλλους. Είναι ένα ισχυρό μήνυμα που προκαλεί συναισθήματα ενσυναίσθησης. Οι ειδικοί υπογραμμίζουν πως με αυτόν τον τρόπο ο οργανισμός ενημερώνει πως το άτομο είναι ευάλωτο και χρειάζεται βοήθεια και υποστήριξη. Εκτός από τις διαπροσωπικές σχέσεις, το κλάμα συνολικά πυροδοτεί συναισθήματα που διευκολύνουν την κοινωνική συνοχή.
Γιατί κάποιοι δεν μπορούν να κλάψουν;
Εγγενώς το να μην κλαίει κάποιος δεν είναι ούτε ανθυγιεινό, ούτε πρόβλημα. Μπορεί ωστόσο να αποτελεί ένδειξη μιας ιατρικής κατάστασης ή ψυχικής πάθησης. Αν δυσκολεύεστε να κλάψετε ακόμα και όταν το θέλετε, ενδεχομένως να υπάρχουν είτε σωματικοί είτε ψυχολογικοί λόγοι.
Μια από τις πιο κοινές ιατρικές καταστάσεις που μπορεί να εμποδίζουν το κλάμα είναι η κερατοεπιπεφυκίτιδα ή σύνδρομο ξηροφθαλμίας, το οποίο εμφανίζεται όταν οι αδένες δεν παράγουν αρκετά δάκρυα ή τον σωστό τύπο δακρύων. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι άνθρωποι παρουσιάζουν σχετική έλλειψη ή δυσανάλογη έκκριση αλμυρού νερού, ελαίου και βλέννας. Όταν συμβαίνει αυτό, τα δάκρυα μπορεί να μην λειτουργούν σωστά ή να εξατμίζονται πολύ γρήγορα. Εκτός από το ότι δεν μπορείς να κλάψεις, το σύνδρομο ξηροφθαλμίας μπορεί να προκαλέσει ερυθρότητα, κάψιμο, ερεθισμό ή θαμπάδα. Η ξηροφθαλμία μπορεί να προκληθεί από ορισμένες ασθένειες και αυτοάνοσες διαταραχές, όπως η νόσος του θυρεοειδούς ή η ρευματοειδής αρθρίτιδα.
Φλεγμονή στα βλέφαρα ή τους δακρυϊκούς αδένες, αλλεργίες και ανεπάρκεια βιταμίνης Α μπορούν επίσης να προκαλέσουν ή να επιδεινώσουν την ξηροφθαλμία. Η ξηροφθαλμία επηρεάζει συχνότερα άτομα που φορούν φακούς επαφής, καθώς και άτομα που κοιτάζουν επίμονα μία οθόνη για μεγάλες περιόδους και άτομα που ζουν σε ξηρά κλίματα.
Η ξηροφθαλμία μπορεί να προκληθεί ή να επιδεινωθεί και από ορισμένα φάρμακα. Αυτά περιλαμβάνουν διουρητικά, βήτα-αναστολείς, αντιισταμινικά, αποσυμφορητικά, θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης, φάρμακα για την ακμή και έλεγχο των γεννήσεων. Τα φάρμακα για το άγχος και την κατάθλιψη, όπως οι εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRIs) μπορούν επίσης να προκαλέσουν ή να επιδεινώσουν την ξηροφθαλμία.
Παράγοντας που περιορίζει το κλάμα είναι και η ηλικία. Οι άνθρωποι τείνουν να παράγουν λιγότερα δάκρυα καθώς γερνούν, επομένως το κλάμα γίνεται πιο δύσκολο στα μεγαλύτερα άτομα. Η ξηροφθαλμία είναι πιο συχνή σε άτομα άνω των 50 ετών και σε γυναίκες, ειδικά εάν παρουσιάζουν ορμονικές αλλαγές.
Ανασταλτικός παράγοντας είναι και ορισμένες παθήσεις ψυχικής υγείας, που ενδεχομένως να προκαλούν έλλειψη συναισθήματος και να κάνουν το κλάμα πιο δύσκολο.
Υπάρχουν επίσης και οι περιπτώσεις ανθρώπων που κρατούν τα συναισθήματά τους και αποφεύγουν ενεργά να τα βιώσουν. Αυτό ενδεχομένως να προκαλείται και από ένα είδος κοινωνικού στιγματισμού. Εάν, για παράδειγμα, το άτομο δεχόταν ως παιδί έντονες επικρίσεις επειδή «έκλαιγε πολύ». Έρευνες έχουν δείξει πως οι άνθρωποι προτιμούν να κλαίνε όταν είναι μόνο στο σπίτι ή παρουσία πιο στενών προσώπων, όπως του συντρόφου ή μελών της οικογένειας. Γενικά, όπως υπογραμμίζουν οι ειδικοί, στους περισσότερους δεν αρέσει να κλαίνε παρουσία αγνώστων, καθώς νιώθουν ντροπή ή αμηχανία. Στον σύγχρονο τρόπο ζωής, η «ευαλωτότητα» που αποκαλύπτει το κλάμα, μπορεί να μη συνάδει με την εικόνα που πολλοί επιθυμούν να δίνουν στο κοινωνικό σύνολο. «Οι άνθρωποι δεν θέλουν πάντα να δείχνουν την αδυναμία τους και το κλάμα συχνά θεωρείται ως ένδειξη αδυναμίας».
Είναι πρόβλημα το να μην κλαίμε;
Συμπερασματικά, το κλάμα είναι υγιές και φυσιολογικό, αλλά το να μην κλαις δεν είναι εγγενώς ανθυγιεινό. Σε μια μελέτη του 2018 που είχε εξετάσει το ζήτημα, είχε διαπιστωθεί πως δεν υπήρξαν διαφορές στην ευεξία μεταξύ ανθρώπων που κλαίνε και δεν κλαίνε. Αυτό, ωστόσο, που παρατηρήθηκε είναι πως τα άτομα που ανέφεραν ότι κλαίνε περισσότερο, παρουσίαζαν και μεγαλύτερη ενσυναίσθηση και σύνδεση με τους άλλους ανθρώπους.