Το γάλα βρώμης είναι ένα από τα πιο δημοφιλή φυτικά υποκατάστατα του γάλακτος λόγω της γεύσης, της θρεπτικής του αξίας και του μικρότερου περιβαλλοντικού αποτυπώματός του σε σχέση με το αγελαδινό γάλα.
Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα, κυρίως στα social media, το γάλα βρώμης έχει βρεθεί στο στόχαστρο. Ποιοι είναι οι λόγοι που οδήγησαν πολλούς να δηλώνουν πως το αποφεύγουν και πόσο βάσιμη είναι η κριτική που εκφράζεται.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τους επικριτές, το γάλα βρώμης εμφανίζει τα εξής μειονεκτήματα:
- Περιέχει υπερβολικό άμυλο και ζάχαρη: Το γάλα βρώμης φτιάχνεται με βάση τη βρώμη, που είναι πλούσια σε άμυλο, το οποίο μετατρέπεται σε σάκχαρα κατά τη διαδικασία παραγωγής. Το αποτέλεσμα είναι μια υψηλή συγκέντρωση υδατανθράκων που μπορεί να προκαλέσει αυξήσεις στα επίπεδα σακχάρου στο αίμα.
- Χρήση φυτικών ελαίων που προκαλούν φλεγμονές: Πολλά φυτικά γάλατα, συμπεριλαμβανομένου του γάλακτος βρώμης, περιέχουν φυτικά έλαια όπως το έλαιο κραμβέλαιου ή σόγιας. Αυτά τα έλαια έχουν υψηλά επίπεδα ωμέγα-6 λιπαρών, τα οποία σε υπερβολικές ποσότητες μπορούν να δημιουργήσουν ανισορροπία με τα ωμέγα-3 και να ενισχύσουν τις φλεγμονές στον οργανισμό.
- Πιθανή αύξηση του σωματικού βάρους και κίνδυνος μεταβολικών ασθενειών: Ορισμένοι επισημαίνουν ακόμη ότι η υπερκατανάλωση του γάλακτος βρώμης, λόγω των υψηλών υδατανθράκων και της έλλειψης πρωτεΐνης, μπορεί να αυξήσει το κίνδυνο για διαβήτη τύπου 2 και παχυσαρκία.
Τι λένε οι ειδικοί
Σύμφωνα με τη διατροφολόγο Μελίσσα Σμιθ από το «The Health Gardener», η οποία μίλησε στο Newsweek, το γάλα βρώμης, όπως και τα υπόλοιπα φυτικά γάλατα, μπορεί να είναι πολύ χρήσιμο για άτομα που δεν καταναλώνουν γαλακτοκομικά.
Ωστόσο, επισημαίνει ότι τα περισσότερα φυτικά γάλατα είναι αρκετά επεξεργασμένα και συχνά περιέχουν πρόσθετα συστατικά όπως συνθετικές βιταμίνες (μη απορροφήσιμες μορφές από τον οργανισμό) και γαλακτωματοποιητές, οι οποίοι έχουν συνδεθεί με καρδιακά προβλήματα, αλλά και αρνητικές επιπτώσεις στο μικροβίωμα του εντέρου και φλεγμονή του γαστρεντερικού συστήματος.
Επιπλέον, σημειώνει ότι πολλά μη βιολογικά γάλατα βρώμης παράγονται με εντατικές γεωργικές μεθόδους, γεγονός που μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στο περιβαλλοντικό αποτύπωμα αλλά και στη σύσταση των προϊόντων που καταναλώνουμε.
Η διατροφολόγος Κέιτι Σιν από το «Soul Nutrition» αναφέρει, επίσης, στο Newsweek ότι το γάλα βρώμης έχει σχετικά χαμηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη και λιπαρά, σε σύγκριση με το αγελαδινό γάλα και το γάλα αμυγδάλου. Αυτή η έλλειψη πρωτεΐνης και λιπαρών σημαίνει ότι το γάλα βρώμης μπορεί να προκαλέσει αυξομειώσεις στα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα, ειδικά όταν καταναλώνεται με ζαχαρούχα ροφήματα, όπως ο καφές latte.
Η Σιν προτείνει το γάλα βρώμης να συνοδεύεται από τροφές πλούσιες σε λιπαρά και πρωτεΐνες, ώστε να μειώνονται οι αρνητικές επιπτώσεις στη γλυκόζη.
Ο ρόλος της ισορροπημένης διατροφής
Όπως επισημαίνει η Σμιθ, η επίδραση του γάλακτος βρώμης στους δείκτες σακχάρου στο αίμα και στη συνολική υγεία εξαρτάται από τη συνολική ποιότητα της διατροφής. Για τους ανθρώπους που καταναλώνουν μέτριες ποσότητες γάλακτος βρώμης και ακολουθούν κατά βάση ισορροπημένη διατροφή, αποφεύγοντας επεργασμένα τρόφιμα, οι αρνητικές επιπτώσεις πιθανώς να είναι ελάχιστες.
Αντίθετα, για όσους καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες γάλακτος βρώμης και ακολουθούν διατροφή πλούσια σε επεξεργασμένους υδατάνθρακες, οι αρνητικές επιπτώσεις μπορεί να είναι πιο σημαντικές.
Το γάλα βρώμης, λοιπόν, δεν είναι ούτε πανάκεια, ούτε επικίνδυνο. Οι ανησυχίες σχετικά με την περιεκτικότητά του σε υδατάνθρακες, φυτικά έλαια και την επίδραση στη γλυκόζη έχουν κάποια βάση, αλλά οι πραγματικές επιπτώσεις του εξαρτώνται από τον τρόπο κατανάλωσής του και το συνολικό πλαίσιο της διατροφής. Η κατανάλωση σε μέτριες ποσότητες και η επιλογή ποιοτικών προϊόντων είναι το «κλειδί» για να απολαμβάνουμε τα οφέλη του χωρίς αρνητικές επιπτώσεις.