Η άποψη που θέλει τη γλώσσα μας να χωρίζεται σε «ζώνες γεύσεων» έχει καταρριφθεί, παρότι η ακριβής διαδικασία με την οποία λειτουργεί εξακολουθεί να είναι ελάχιστα κατανοητή, όπως αναφέρει δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας Daily Mail.
Τώρα όμως, για πρώτη φορά, επιστήμονες κατάφεραν να δημιουργήσουν μια ζωντανή απεικόνιση του «χάρτη» των γεύσεων της γλώσσας, προκειμένου να καθορίσουν τι συμβαίνει κάθε φορά που βάζουμε ένα τρόφιμο στο στόμα μας.
Ο «χάρτης» αυτός αποκαλύπτει πώς χρησιμοποιούνται διαφορετικά κύτταρα για το διαχωρισμό ανάμεσα στις πέντε βασικές κατηγορίες γεύσεων.
Η έρευνα διεξήχθη από μια διεθνή ομάδα επιστημόνων, από το πανεπιστήμιο Australian National University και την ιατρική σχολή του Χάρβαρντ.
Οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν ένα ειδικά σχεδιασμένο σύστημα μικροσκοπίου, για να απεικονίσουν τα κύτταρα της γλώσσας ενός ποντικιού και με τη βοήθεια μιας ειδικής μεθόδου, που ονομάζεται intravital multiphoton microscopy, ήταν σε θέση να ξεχωρίσουν τα μεμονωμένα κύτταρα.
«Παρακολουθήσαμε σε ζωντανό χρόνο τα κύτταρα της γλώσσας να συλλαμβάνουν και να επεξεργάζονται τα μόρια διαφορετικών γεύσεων» εξήγησε ο μηχανικός βιοϊατρικής Dr Steve Lee από το ANU.
Η ανθρώπινη γλώσσα έχει πάνω από 2.000 νευρικές απολήξεις, οι οποίες μπορούν να διαχωρίσουν τουλάχιστον πέντε διαφορετικές γεύσεις: αλμυρό, γλυκό, ξινό, πικρό και ουμάμι.
«Η σχέση ανάμεσα στα πολλά κύτταρα που υπάρχουν σε κάθε νευρική απόληξη και στην αντίληψη της γεύσης παρέμενε για πολύ καιρό ένα μυστήριο» είπε από την πλευρά του ο καθηγητής του Χάρβαρντ, Seok-Hyun Yun. «Με αυτό το νέο εργαλείο απεικόνισης, δείξαμε ότι κάθε νευρική απόληξη περιέχει κύτταρα γεύσης για τις διαφορετικές γεύσεις» πρόσθεσε ο ίδιος.
Η έρευνα αυτή συμπληρώνει πρόσφατες μελέτες από άλλες ερευνητικές ομάδες, που προσδιόρισαν τις περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με τη γεύση. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι, τα αποτελέσματα έδειξαν πως τα κύτταρα γεύσης αποκρίνονται όχι μόνο στα μόρια που έρχονται σε επαφή με την επιφάνεια της γλώσσας, αλλά επίσης και σε αυτά που υπάρχουν στην κυκλοφορία του αίματος.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Nature.