Αυξητικές είναι οι τάσεις της συχνότητας εμφάνισης (επιπολασμού) του σακχαρώδη διαβήτη στην Ελλάδα, ενώ την ίδια ώρα μειώνεται ο μέσος όρος ηλικίας των ατόμων με διαβήτη, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της μελέτης «Σαλαμίνα» που πρόκειται να παρουσιαστεί αναλυτικά κατά τη διάρκεια του 14ου Πανελληνίου Διαβητολογικού Συνεδρίου (18-21 Μαρτίου), στην Αθήνα.
Ο επιπολασμός της νόσου ήταν υψηλότερος από τον προβλεπόμενο σε ποσοστό 12,6%, ενώ το 2002, το ποσοστό ήταν 8,2% και το 2006, 9,6%, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας (Μάιος 2014). Ο μέσος όρος ηλικίας των ατόμων με διαβήτη ήταν τα 55 έτη το 2002, ενώ στη μέτρηση του 2014 είχε πέσει στα 48 με 50 έτη ζωής.
«Ο συγκεκριμένος επιπολασμός επιβεβαιώνει σε μεγάλο βαθμό τις προβλέψεις της Διεθνούς Ομοσπονδίας για τον Διαβήτη για τελικό πραγματικό επιπολασμό μεγαλύτερο από τον προβλεπόμενο», ανέφερε κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, ο πρόεδρος της Ελληνικής Διαβητολογικής Εταιρείας, Αλέξης Σωτηρόπουλος. Στην έρευνα καταγράφεται ωστόσο και ένα ενθαρρυντικό στοιχείο, που είναι ο σχετικά συχνός εργαστηριακός έλεγχος για την έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση του σακχαρώδη διαβήτη.
Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε ο κ. Σωτηρόπουλος, ο αριθμός των ατόμων με διαβήτη στην Ελλάδα έχει τετραπλασιαστεί τα τελευταία 30 χρόνια. Στην Ελλάδα εκτιμάται ότι το 8%-9% του πληθυσμού (800.000- 900.000) πάσχει από διαβήτη, ενώ υπάρχει και ένα ποσοστό 3%-4% που δεν γνωρίζει ότι πάσχει από τη νόσο. Ο διαβήτης έχει υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης στον δυτικό κόσμο, πράγμα που σχετίζεται με τη διατροφή και την καθιστική ζωή.
Οι διαβητικοί, σύμφωνα με τους επιστήμονες, παρουσιάζουν ίδιο κίνδυνο εμφράγματος μυοκαρδίου με αυτόν των μη διαβητικών, που είναι μεγαλύτεροι κατά 15 χρόνια και, σύμφωνα με τον κ. Σωτηρόπουλο, «ο διαβήτης γηράσκει πρόωρα την καρδιά». Όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, οι επιστήμονες επισημαίνουν την ανάγκη πρόληψης, πρώιμης διάγνωσης και σωστής παρακολούθησης του διαβητικού ατόμου.