Oι αρχές που δίνουν μάχη για την καταπολέμηση του ιού Έμπολα πρέπει να κάνουν περισσότερα προκειμένου να αντιμετωπίσουν τα υψηλά ποσοστά θνησιμότητας μεταξύ των μικρών παιδιών, των οποίων επίσης ο αποχωρισμός από τους γονείς και η απομόνωση προκαλούν επίσης μεγάλη θλίψη και τους στερούν την πρόσθετη φροντίδα που χρειάζονται, ανακοίνωσε σήμερα ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας.
Σε έκθεση που παρουσιάστηκε σε ένα συνέδριο κλινικών γιατρών από τη Γουινέα, τη Λιβερία και τη Σιέρα Λεόνε, επισημαίνεται ότι υπάρχει μια γενική συναίνεση ότι η μέχρι σήμερα αυστηρή πολιτική του «να μην έρχεται σε επαφή» με κανέναν ο ασθενής που πάσχει από τον ιό Έμπολα μπορεί να αρθεί εφόσον εφαρμοστούν επαρκή μέτρα προστασίας προκειμένου να μην αποτραπεί ο κίνδυνος να προσβληθούν οι εργαζόμενοι στον υγειονομικό τομέα.
«Υπάρχει η αναγκαιότητα να επικεντρωθούμε σε ζητήματα που αφορούν τα παιδιά και τις έγκυες γυναίκες. Στις ηλικίες κάτω των 5 ετών καταγράφονται υψηλά ποσοστά θνησιμότητας και αυτά τα ποσοστά τα συναντάμε συχνά διότι (οι ηλικίες αυτές είναι που) χρειάζονται μεγαλύτερη υποστήριξη, να ταϊστούν, χρειάζονται μεγαλύτερη φροντίδα» δήλωσε η τεχνική σύμβουλος του ΠΟΥ Μάργκαρετ Χάρις σε μία συνέντευξη Τύπου.
Το ποσοστό θνησιμότητας στα παιδιά κάτω των 5 ετών έχει ανέλθει στο 80%, δηλαδή 4 στα 5 παιδιά πεθαίνουν, και έως το 95% στις ηλικίες κάτω του 1 έτους που χρειάζονται εντατική φροντίδα και να ταΐζονται συχνότερα, τόνισε η ίδια.
«Φαίνεται πως όταν απλά και μόνο χωρίζουν τα παιδιά και τα απομονώνουν, όπως ακριβώς συμβαίνει σε μονάδες θεραπείας του Έμπολα, αυτό έχει καταστροφικό αντίκτυπο στα παιδιά, δεν έχουν πια τους γονείς τους, δεν έχουν ανθρώπους να τα φροντίσουν» σημείωσε η Χάρις.
«Την πολυπλοκότητα του χειρισμού των παιδικών κρουσμάτων, ειδικά των παιδιών κάτω του 1 έτους, δεν την έχουμε επιλύσει και πρέπει να την επιλύσουμε» πρόσθεσε η αξιωματούχος του ΠΟΥ.
Τουλάχιστον 21 γυναίκες έχουν επιβιώσει από τον ιό που προκαλεί αιμορραγικό πυρετό, ωστόσο τα βρέφη ή τα έμβρυα σπάνια επιβιώνουν, δήλωσε η Μάργκαρετ Χάρις.