Σε αντίθεση με όσα πιστεύουν πολλοί, τα τρόφιμα που περιέχουν πολλά κορεσμένα λιπαρά δεν είναι πιο «επικίνδυνα» από τους υδατάνθρακες.
Σύμφωνα με μια έρευνα που έγινε στις ΗΠΑ, η υψηλή κατανάλωση υδατανθράκων –και όχι κορεσμένων λιπαρών- συνδέεται με αλλαγές που σχετίζονται με την εμφάνιση διαβήτη και καρδιακών ασθενειών.
Το βούτυρο, τα τυριά και τα επεξεργασμένα κρέατα, όπως τα αλλαντικά και τα λουκάνικα, τα κέικ και τα μπισκότα, όλα αποτελούν παραδείγματα «ανθυγιεινών τροφίμων» υψηλής περιεκτικότητας σε κορεσμένα λιπαρά.
Οι αμυλούχοι υδατάνθρακες, όπως οι πατάτες, το ψωμί, τα δημητριακά, το ρύζι και τα μακαρόνια, όλα θεωρούνται πολύ σημαντικά για την υγεία του ανθρώπου και σύμφωνα με τους ειδικούς, πρέπει να αποτελούν το ένα τρίτο της διατροφής μας.
«Υπάρχει μια λανθασμένη αντίληψη γύρω από τα κορεσμένα λιπαρά» λέει ωστόσο ο καθηγητής Jeff Volek από το πανεπιστήμιο του Οχάιο.
«Έρευνες έχουν δείξει, ότι δεν υπάρχει καμία σαφής συσχέτιση μεταξύ των διατροφικών κορεσμένων λιπών και των καρδιακών παθήσεων. Κι όμως οι κατευθυντήριες γραμμές συνεχίζουν να υποστηρίζουν τον περιορισμό των κορεσμένων λιπαρών στη διατροφή» ανέφερε χαρακτηριστικά ο ίδιος, σύμφωνα με δημοσίευμα της MailOnline και συνέχισε: «Αυτό δεν είναι επιστημονικό, αλλά ούτε και έξυπνο. Όμως, έρευνες που έχουν μετρήσει τα κορεσμένα λίπη στο αίμα και τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιακών ασθενειών, δείχνουν ότι υπάρχει μια σχέση».
«Το να έχει κανείς στον οργανισμό του πολλά κορεσμένα λιπαρά δεν είναι καλό. Το ερώτημα όμως είναι, τι προκαλεί τη συσσώρευση/αποθήκευση των κορεσμένων λιπών στο αίμα, τις μεμβράνες ή τους ιστούς;» είπε ακόμη.
Ο καθηγητής Volek και η ομάδα του θέλησαν να δώσουν μια απάντηση στο ερώτημα αυτό και για το λόγο αυτό μελέτησαν μια ομάδα 16 ενηλίκων, οι οποίοι είχαν μεταβολικό σύνδρομο –μια κατάσταση που συνδέεται με τουλάχιστον τρεις παράγοντες κινδύνου, που αυξάνουν τις πιθανότητες εμφάνισης καρδιακών ασθενειών ή διαβήτη.
Όλοι οι συμμετέχοντες ακολούθησαν το ίδιο διατροφικό πρόγραμμα, το οποίο άλλαζε κάθε τρεις εβδομάδες για συνολικό διάστημα 18 εβδομάδων, με τα επίπεδα των υδατανθράκων να αυξάνονται σταδιακά και να μειώνονται αυτά των κορεσμένων λιπαρών.
Πριν από την έναρξη του πειράματος, όλοι οι συμμετέχοντες ακολούθησαν ένα πρόγραμμα διατροφής μειωμένης πρόσληψης υδατανθράκων διάρκειας τριών εβδομάδων.
Το πρόγραμμα διατροφής ξεκίνησε με 47 γραμμάρια υδατανθράκων και 84 γραμμάρια κορεσμένων λιπαρών την ημέρα και κατέληξε με 346 γραμμάρια υδατανθράκων και 32 γραμμάρια κορεσμένων λιπαρών την ημέρα.
Στο τέλος της έρευνας οι συμμετέχοντες είχαν χάσει κατά μέσο όρο σχεδόν 10 κιλά, ενώ εμφάνισαν σημαντικές βελτιώσεις στα επίπεδα σακχάρου στο αίμα, στην ινσουλίνη και την αρτηριακή πίεση.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας, τα συνολικά επίπεδα κορεσμένων λιπαρών στο αίμα των εθελοντών παρέμειναν σχετικά σταθερά και μάλιστα, μειώθηκαν στην αρχή, όταν διπλασιάστηκε η βασική κατανάλωση λίπους.
Αντίθετα, τα επίπεδα παλμιτελαϊκού οξέος στο αίμα –ένα λιπαρό οξύ που σχετίζεται με την επίδραση των υδατανθράκων- αυξήθηκαν καθώς αυξανόταν η πρόσληψη υδατανθράκων και μειωνόταν η πρόσληψη λιπαρών.
Οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις παλμιτελαϊκού οξέος στο αίμα αποτελούν ένδειξη, ότι οι υδατάνθρακες μετατρέπονται σε λίπος, αντί να λειτουργούν ως καύσιμο για τον οργανισμό, ανέφερε ο καθηγητής Volek.
«Η μείωση της κατανάλωσης υδατανθράκων και η προσθήκη ελεγχόμενων ποσοτήτων λιπαρών στη διατροφή, διασφάλισε ότι ο οργανισμός ‘έκαιγε’ κορεσμένο λίπος, αντί να το αποθηκεύει» πρόσθεσε.
Τα συμπεράσματα της έρευνας δημοσιεύτηκαν στο διαδίκτυο στο Public Library of Science ONE.