Διπλάσια πιθανότητα να υποαποδίδουν στη δουλειά τους έχουν οι νυχτερινοί τύποι, οι night owls ή κουκουβάγιες, που συνηθίζουν να κάνουν τη νύχτα μέρα, σε σχέση με όσους ξυπνούν και κοιμούνται νωρίς, δηλαδή τους «πρωινούς τύπους», γνωστούς και ως «κορυδαλλούς», σύμφωνα με νέα φινλανδική επιστημονική μελέτη.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Τάπιο Ράιχα του Πανεπιστημίου του Όουλου, οι οποίοι έκαναν τη δημοσίευση στο περιοδικό Επαγγελματικής και Περιβαλλοντικής Ιατρικής «Occupational & Environmental Medicine», όπως μεταδίδει το ΑΜΠΕ, ανέλυσαν στοιχεία για 2.672 άνδρες και 3.159 γυναίκες, που παρακολουθήθηκαν επί τέσσερα χρόνια.
Ο χρονότυπός τους αξιολογήθηκε ως εξής: «Κορυδαλλοί» 46%, ενδιάμεσοι 44% και «κουκουβάγιες» 10% στους άνδρες, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά στις γυναίκες ήταν 44%, 44% και 12%.
Διαπιστώθηκε ότι, σε σχέση με τους «κορυδαλλούς», οι «κουκουβάγιες» είχαν χειρότερη βαθμολογία σε οτιδήποτε αφορούσε τον ύπνο και γενικότερα την υγεία. Οι νυχτερινοί τύποι κοιμούνται γενικά λιγότερο (φτάνουν σπανιότερα τις επτά ώρες ύπνου), έχουν συχνότερα αϋπνία, ενώ είναι πιθανότερο να είναι ανύπαντροι και άνεργοι. Επιπλέον, οι πρωινοί τύποι υιοθετούν συχνότερα έναν υγιεινό τρόπο ζωής, ενώ οι νυχτερινοί τύποι έχουν περισσότερα προβλήματα σωματικής και ψυχικής υγείας, κάτι που επηρεάζει και την παραγωγικότητα στη δουλειά τους.
Οι «κορυδαλλοί» λειτουργούν καλύτερα τις πρωινές ώρες (δηλαδή τις συνήθεις ώρες εργασίες για τους περισσότερους ανθρώπους), ενώ οι «κουκουβάγιες» αποδίδουν καλύτερα τις απογευματινές και βραδινές ώρες. Το 28% των ανδρών και το 24% των γυναικών που είναι νυχτερινοί τύποι εμφανίζουν χαμηλή αποδοτικότητα στην εργασία τους, ένα σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό σε σχέση με τους πρωινούς τύπους.
Και στα δύο φύλα η πιθανότητα εργασιακής υποαπόδοσης είναι περίπου διπλάσια στις «κουκουβάγιες» σε σχέση με τους «κορυδαλλούς».
Επίσης, οι νυχτερινοί τύποι είναι πιθανότερο να συνταξιοδοτηθούν πρόωρα λόγω αναπηρίας.
Ο χρονότυπος ενός ανθρώπου έχει -κατά βάση- γενετικό υπόβαθρο, σύμφωνα με τους επιστήμονες, αλλά παίζουν ρόλο, επίσης, ορισμένοι περιβαλλοντικοί παράγοντες (είδος εργασίας, οικογενειακή ζωή κ.ά.), καθώς και ψυχολογικοί.