Μία νέα τεχνική διαγνωστικού ελέγχου των εμβρύων, που υπόσχεται να αυξήσει θεαματικά τις πιθανότητες σύλληψης μέσω της εξωσωματικής γονιμοποίησης, ανέπτυξαν Βρετανοί επιστήμονες.
Το τεστ επιτρέπει τον έγκαιρο εντοπισμό τυχόν χρωμοσωμικών ανωμαλιών, που αποτελούν την κυριότερη αιτία για αποτυχία της κύησης, πριν καν τα γονιμοποιημένα ωάρια εμφυτευτούν στην μήτρα. Οι ερευνητές πιστεύουν ότι η νέα διάγνωση μπορεί να διπλασιάσει ή και να τριπλασιάσει το ποσοστό επιτυχημένων εξωσωματικών γονιμοποιήσεων.
Οι πρώτες δοκιμές του τεστ γίνονται από ειδικούς, υπό τον Σίμον Φίσελ, στην κλινική Care Fertility του Μάντσεστερ.
Τρεις Βρετανίδες που διανύουν την τέταρτη δεκαετία της ζωής τους είναι οι πρώτες που χρησιμοποίησαν την καινοτομική μέθοδο και αναμένεται να γεννήσουν το επόμενο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με το BBC.
Οι ανωμαλίες στα χρωμοσώματα ευθύνονται για το 70% περίπου των πρόωρων διακοπών της κύησης μετά την αρχική εξωσωματική γονιμοποίηση και την εμφύτευση του ωαρίου στην μήτρα (οι ίδιες ανωμαλίες ευθύνονται και για διακοπές της κύησης σε περιπτώσεις φυσιολογικής γονιμοποίησης). Η νέα τεχνική μπορεί να προβλέψει καλύτερα τη βιωσιμότητα του εμβρύου (χωρίς να προκαλεί κάποια βλάβη σε αυτό) και αυξάνει έτσι τη δυνατότητα επιτυχούς ολοκλήρωσης της εγκυμοσύνης.
Σήμερα, η επιτυχία της μεθόδου της εξωσωματικής γονιμοποίησης εξαρτάται πρωτίστως από την ηλικία της γυναίκας. Μια γυναίκα 40 ετών, που έχει 10% πιθανότητες επιτυχίας, με τη νέα μέθοδο, σύμφωνα με τους βρετανούς ερευνητές, μπορεί να αυξήσει τις πιθανότητές της μέχρι και στο 30%, ενώ μια γυναίκα 30 ετών, με αρχικές πιθανότητες επιτυχίας 30% έως 40%, μπορεί να φτάσει το 70% ή και το 80%.