Οι βλάβες στις καρδιές μαϊμούδων, που χρησιμοποιήθηκαν ως πειραματόζωα, αποκαταστάθηκαν με σχετική επιτυχία, χάρη στην μερική αναγέννηση του καρδιακού ιστού μετά από την μεταμόσχευση ανθρώπινων βλαστικών κυττάρων.
Το επίτευγμα ανοίγει το δρόμο, μέσα στην επόμενη τετραετία, για τις πρώτες κλινικές δοκιμές αναγέννησης της καρδιάς σε ανθρώπους που έχουν πάθει έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Οι επιστήμονες, με επικεφαλής τον καθηγητή παθολογίας και εμβιομηχανικής Τσαρλς Μάρι του Πανεπιστημίου Ουάσιγκτον στο Σιάτλ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Nature», σύμφωνα με τις βρετανικές «Guardian» και «Indepedent», έδειξαν ότι είναι δυνατό, χάρη στα βλαστικά κύτταρα, να αναγεννηθεί ο καρδιακός μυικός ιστός (που επιτρέπει στην καρδιά να χτυπάει). Μάλιστα, αντί να μεταμοσχευθούν άμεσα, τα βλαστικά κύτταρα είναι δυνατό να δημιουργηθούν στο εργαστήριο σε αρκετά μεγάλες ποσότητες και στη συνέχεια μπορούν να καταψυχθούν, έως ότου χρειαστεί αργότερα να γίνει μεταμόσχευσή τους σε καρδιοπαθείς.
Είχαν προηγηθεί πειράματα σε μικρότερα ζώα (ποντίκια, αρουραίους και ινδικά χοιρίδια), που είχαν δείξει τις δυνατότητες της συγκεκριμένης τεχνικής στο πεδίο της αναγεννητικής ιατρικής. Η νέα μελέτη για πρώτη φορά απέδειξε ότι η μέθοδος είναι εφαρμόσιμη και σε μεγαλύτερα και πιο εξελιγμένα ζώα, όπως οι μακάκοι, που ανήκουν στα πρωτεύοντα, μαζί με τους πιθήκους και τους ανθρώπους.
«Η σημασία της μελέτης μας είναι πως δείχνει για πρώτη φορά ότι μπορούμε να πετύχουμε την αναγέννηση της καρδιάς σε μία κλίμακα που ο κόσμος δεν έχει δει ποτέ στο παρελθόν», δήλωσε ο Μάρι. «Είμαστε σε θέση να δημιουργήσουμε μεγάλες ποσότητες ανθρώπινων καρδιακών μυικών κυττάρων στο εργαστήριο. Μπορούμε να τα καλλιεργήσουμε, ώστε να γίνουν δισεκατομμύρια και, στη συνέχεια, να τα παγώσουμε και να τα διατηρήσουμε, έως ότου τα χρησιμοποιήσουμε, μεταμοσχεύοντάς τα στην καρδιά ενός μεγάλου ζώου, το μέγεθος και η φυσιολογία της οποίας είναι παρόμοια της ανθρώπινης καρδιάς» πρόσθεσε.
Τα πειράματα έγιναν σε μαϊμούδες που -μετά από μπλοκάρισμα της στεφανιαίας αρτηρίας τους επί 90 λεπτά- είχαν υποστεί βλάβη στην καρδιά ανάλογη της ανθρώπινης μετά από έμφραγμα. Η θεραπεία με τα μεταμοσχευμένα ανθρώπινα βλαστικά κύτταρα οδήγησε σε αποκατάσταση του κατεστραμμένου καρδιακού ιστού της τάξης του 40% κατά μέσο όρο.
Αν και η πλειονότητα των ανθρωπίνων βλαστοκυττάρων (περίπου το 90%) απορρίφτηκε από τον οργανισμό των ζώων, μετά από τρεις μήνες τα υπόλοιπα ξένα βλαστοκύτταρα (το 10% που δεν είχαν απορριφτεί) φαίνονταν να έχουν ενσωματωθεί πλήρως στον καρδιακό μυικό ιστό των ζώων. Παραμένει πάντως ασαφές κατά πόσο θα ήταν δυνατό να επιτευχθεί πλήρης αποκατάσταση της ζημιάς στην καρδιά, ιδίως αν το έμφραγμα είναι εκτεταμένο.
«Από τη στιγμή που εισαχθούν στην καρδιά (τα βλαστικά κύτταρα), έδειξαν ότι επιβιώνουν, ότι είναι ικανά να αυτοοργανωθούν σε νέο καρδιακό μυ και να συνδεθούν με τα περιβάλλοντα καρδιακά μυϊκά κύτταρα, χτυπώντας σε συγχρονισμό μαζί τους» δήλωσε ο Μάρι. Επεσήμανε όμως ότι τα πειραματόζωα εμφάνισαν καρδιακές αρρυθμίες, που διήρκεσαν δύο έως τρεις εβδομάδες. Αν και κανένα δεν πέθανε, οι ερευνητές θα είναι προσεκτικοί, ώστε να λύσουν αυτό το πρόβλημα (πιθανώς μεταμοσχεύοντας πιο ώριμα βλαστικά κύτταρα), προτού προχωρήσουν σε κλινικές δοκιμές σε ανθρώπους.
Η καρδιά είναι ένα από τα χειρότερα όργανα, όσον αφορά την ικανότητά της να αυτοθεραπεύεται. Όταν κάποιος πάθει έμφραγμα, ένα τμήμα του μυϊκού ιστού της καρδιάς του καταστρέφεται λόγω της στέρησης του οξυγόνου. Η οργανική βλάβη δεν αποκαθίσταται κανονικά στο επόμενο διάστημα, με συνέπεια στην περιοχή της ζημιάς οι μύες της καρδιάς να μην πάλλονται πλέον φυσιολογικά και να μην γίνεται κανονική κυκλοφορία του αίματος στον οργανισμό.