Η ευαισθησία κάποιου στον πόνο ελέγχεται από ένα γονιδιακό «θερμοστάτη», ο οποίος ρυθμίζεται υπό την επιρροή του τρόπου ζωής και του περιβάλλοντος, σύμφωνα με μια νέα διεθνή επιστημονική έρευνα με ελληνική συμμετοχή.
Αυτό, σύμφωνα με τους επιστήμονες, σημαίνει ότι το πόσο αντέχει κανείς τον πόνο, μπορεί να αλλάξει στην πορεία της ζωής ενός ανθρώπου.
Είναι η πρώτη μελέτη που κατέληξε σε αυτό το συμπέρασμα, καθώς έως τώρα το «κατώφλι» του πόνου για κάθε άνθρωπο θεωρείται λίγο πολύ σταθερό και αμετάβλητο. Είναι επιβεβαιωμένο ότι όσοι άνθρωποι είναι πιο ευαίσθητοι στον πόνο (τον αντέχουν λιγότερο), είναι πιο πιθανό κάποια στιγμή να εμφανίσουν κάποιο χρόνιο πόνο στο σώμα τους. Η νέα ανακάλυψη μπορεί μελλοντικά να βοηθήσει στη δημιουργία νέου τύπου φαρμάκων κατά του χρόνιου πόνου.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Τ. Σπέκτορ του Τμήματος Γενετικής Επιδημιολογίας του King’s College του Λονδίνου, που έκαναν τη δημοσίευση στο περιοδικό «Nature Communications», σύμφωνα με το BBC και το «New Scientist», έκαναν έρευνα σε 25 ζεύγη πανομοιότυπων διδύμων, τους οποίους υπέβαλαν σε τεστ πόνου (πόσο άντεχαν μια θερμή ακτίνα λέιζερ πάνω στο δέρμα τους), ενώ παράλληλα ανέλυσαν το DNA τους.
Η ανάλυση έδειξε ότι η αντοχή στον πόνο μπορεί να μεταβληθεί διαχρονικά, ως συνέπεια της ενεργοποίησης ή απενεργοποίησης ορισμένων γονιδίων από περιβαλλοντικούς παράγοντες και τον τρόπο ζωής κάποιου (διατροφή, κάπνισμα, αλκοόλ, έκθεση σε ρύπανση κ.α.) Η διαδικασία αυτή, που λέγεται «επιγενετική» στη βιολογία, σημαίνει ότι οι εξωτερικοί παράγοντες μεταβάλλουν με χημικό τρόπο τον τρόπο «έκφρασης» των γονιδίων, στη συγκεκριμένη περίπτωση αλλάζοντας -προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο- το «κατώφλι» του πόνου ενός ανθρώπου.
Οι ταυτόσημοι δίδυμοι έχουν κοινό το 100% των γονιδίων τους, ενώ οι μη ταυτόσημοι μόνο το 50% κατά μέσο όρο. Συνεπώς, οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ των ταυτόσημων διδύμων (π.χ. όσον αφορά την αντοχή στον πόνο) πρέπει να αποδοθεί στο περιβάλλον και στις επιγενετικές αλλαγές που αυτό προκαλεί στη λειτουργία των γονιδίων.
Η έρευνα εντόπισε σημαντικές μεταβολές αυτού του είδους (χημικές-επιγενετιικές) σε εννέα γονίδια των διδύμων που εμπλέκονται στη ρύθμιση του πόνου. Κάθε μία από αυτές τις γονιδιακές τροποποιήσεις υπήρχε στον ένα δίδυμο, αλλά όχι στον άλλο (καθώς είχαν ζήσει με διαφορετικό τρόπο). Η σημαντικόρερη μεταβολή εντοπίστηκε στο γονίδιο TRPA1, που αποτελεί κατ’ εξοχήν στόχο για την ανάπτυξη νέου τύπου αναλγητικών φαρμάκων.
Από ελληνικής πλευράς στην έρευνα συμμετείχε ο διακεκριμένος καθηγητής γενετικής Πάνος Δελούκας του Ινστιτούτου Wellcome Trust Sanger και της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου «Queen Mary» του Λονδίνου.
Αποφοίτησε το 1986 από το Τμήμα Χημείας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, έκανε μεταπτυχιακά στην Μικροβιολογία στο Πανεπιστήμιο 7 του Παρισιού και πήρε το διδακτορικό του στη γενετική από το Πανεπιστήμιο της Βασιλείας στην Ελβετία το 1991. Μετά από διετή μεταδιδακτορική βιοϊατρική έρευνα στην ελβετική φαρμακευτική Hoffmann – La Roche, συνέχισε την καριέρα του στη Βρετανία, όπου συμμετείχε στο Πρόγραμμα Ανθρωπίνου Γονιδιώματος και έκτοτε έχει εξελιχτεί σε έναν από τους κορυφαίους γενετιστές διεθνώς.
Ακόμα στην έρευνα συμμετείχαν οι: Λουκία Τσαπρούνη (Wellcome Trust Sanger Institute), Χρυσάνθη Αϊναλή και Σοφία Τσόκα (King’s College Λονδίνου – Τμήμα Πληροφορικής), Εμμανουήλ Δερμιτζάκης, Αντιγόνη Δήμα και Αλεξάνδρα Νίκα (Ιατρική Σχολή πανεπιστημίου Γενεύης).