Την ανάγκη να ληφθεί σοβαρά υπόψιν ο παράγοντας της ψυχικής υγείας σ’ αυτή τη μεταβατική φάση αντιμετώπισης του κορονοϊού αλλά και να «απεγκαταστήσουμε» όλοι μας επιβαρυντικές συμπεριφορές που υιοθετήθηκαν την περίοδο της καραντίνας, τονίζει, μιλώντας στο Αθηναϊκό- Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, η ψυχολόγος υγείας, αναπληρώτρια Καθηγήτρια Ιατρικής Σχολής του ΑΠΘ, Εύχαρις Παναγοπούλου. «Την ψυχική υγεία τη βλέπουμε ως “πολυτέλεια” και αυτό -κατά τη γνώμη μου- είναι λάθος», λέει χαρακτηριστικά.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τα παιδιά, η κ. Παναγοπούλου υπογραμμίζει πως έχουν αρχίσει να αναπτύσσουν μια σειρά από ανησυχητικά συμπτώματα, όπως η νωθρότητα και η απώλεια κινήτρου, και γι’ αυτό θεωρεί πως η επιστροφή στο σχολείο, έστω και για μία εβδομάδα, θα τα βοηθήσει να αλλάξουν αυτή τη ρουτίνα. «Τα παιδιά αυτή τη στιγμή, ειδικά οι ηλικίες της εφηβείας και της προεφηβείας, έχουν αρχίσει να αναπτύσσουν μια σειρά από συμπτώματα που είναι πολύ ανησυχητικά. Είναι η νωθρότητα, η απώλεια κινήτρου, η κατάθλιψη, η απώλεια οποιουδήποτε ενδιαφέροντος. Έρχονται γονείς και μας λένε πως τα παιδιά τους κινούνταν συνέχεια και τώρα βαριούνται να πάνε από τον έναν καναπέ στον άλλον. Όλο αυτό το κενό που υπάρχει έχει αυξηθεί από πολύ αυξημένη χρήση οθόνης και από φαγητό. Αυτές οι δύο συμπεριφορές είναι εξαρτητικές. Για να τις “απεγκαταστήσουμε” πρέπει να αλλάξει κάτι στην εξωτερική μας ζωή», σημειώνει η αναπληρώτρια Καθηγήτρια του ΑΠΘ.
«Όταν το παιδί έχει μάθει να καλύπτει το κενό βλέποντας τρεις ή τέσσερις ώρες τη μέρα ταινίες ή να κάνει gaming ή να τρώει τρεις φορές τη μέρα αντί για μία, δεν μπορεί αυτό το πράγμα ξαφνικά να το αλλάξει. Για να το αλλάξει πρέπει να βγει από τη ρουτίνα του. Ακόμη και για δέκα ημέρες να ανοίξουν τα σχολεία θα αλλάξει η ρουτίνα, άρα το παιδί θα οδηγηθεί να κόψει τις συνήθειες που έχει υιοθετήσει», υπογραμμίζει η κ. Παναγοπούλου.
«Η μεγάλη ανησυχία των ειδικών ψυχικής υγείας», προσθέτει, «είναι ότι αν συνεχίσει αυτό το πράγμα να σέρνεται για τα παιδιά, αυτές οι συμπεριφορές που έχουν ήδη αποκτήσει θα ενισχυθούν και θα εδραιωθούν πλέον πλήρως».
Τρίτη ηλικία και κατάθλιψη
Η κ. Παναγοπούλου εκτιμά ότι σ’ αυτή τη μεταβατική φάση θα πρέπει να ληφθούν, από πλευράς Πολιτείας, κάποιες συστηματικές δράσεις παρέμβασης για θέματα εξάρτησης, εθισμού, αλλά και για θέματα κατάθλιψης, ένας παράγοντας που φαίνεται να έχει «χτυπήσει» ιδιαίτερα την τρίτη ηλικία.
«Η ψυχική τους υγεία (των ηλικιωμένων) επηρεάστηκε γιατί ο σημερινός 70άρης δεν είναι αναγκαστικά ένας παροπλισμένος άνθρωπος. Συμμετείχαν στην κοινωνική ζωή, δεν ήταν άνθρωποι που έμεναν στο περιθώριο και τώρα έχουν βγει, λόγω της κατάστασης, στο περιθώριο. Αυτό έχει σημαντικές επιπτώσεις», σημειώνει.
«Η κατάθλιψη στην τρίτη ηλικία χρειάζεται άμεσα με τη σωματική υγεία. Θα αρχίσουμε να βλέπουμε ασθένειες και θανάτους όχι άμεσα σχετιζόμενους με τον κορονοϊό, αλλά με την επιδείνωση όλων των άλλων νοσημάτων που έχουν λόγω της κατάθλιψης και της μοναξιάς», υπογραμμίζει η αν. Καθηγήτρια του ΑΠΘ.
Σχέσεις που δοκιμάστηκαν στην καραντίνα
Μιλώντας στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, η κ. Παναγοπούλου αναφέρεται και στις σχέσεις του ζευγαριού, που δοκιμάστηκαν την περίοδο της καραντίνας, αναφέροντας χαρακτηριστικά πως υπήρξαν τρεις κατηγορίες: «σχέσεις που άνθισαν, σχέσεις που απλώς επιβίωσαν και σχέσεις που ματαιώθηκαν».
«Στην πρώτη κατηγορία», εξηγεί, «ήταν σχέσεις που είχαν τον πυρήνα και απλώς χρειαζόταν τον χρόνο, οπότε τους δόθηκε ο χρόνος για να “ανθίσουν”. Η δεύτερη κατηγορία είναι σχέσεις που απλώς τα έβγαλαν πέρα και τώρα θα μετρήσουν τις απώλειές τους και η τρίτη κατηγορία είναι οι σχέσεις που ήταν χαμένες από την αρχή και απλώς τώρα, με τον εγκλεισμό ματαιώθηκαν τελείως».
Είναι, όπως λέει, «σαν αυτό το παιχνίδι που παίζαμε: αν ξεμείνεις σε ένα ερημικό νησί με ποιον θα ήθελες να είσαι; Την ερώτηση θα την κάνουμε: αν σε κλείσουν στο σπίτι σε μια πανδημία με ποιον θα ήθελες να είσαι; Αν η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι ο άνθρωπος που έχουμε παντρευτεί, εκεί υπάρχει πρόβλημα!».