Περισσότερο φαγητό καταναλώνουν οι άνθρωποι όταν είναι παρέα με φίλους ή με την οικογένεια, σε σύγκριση με τις φορές που τρώνε μόνοι τους, σύμφωνα με νέα έρευνα του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ, φαινόμενο που αποκαλείται κοινωνική διευκόλυνση (social facilitation).
Τα αποτελέσματα της εν λόγω έρευνας έδειξαν ότι αυτοί που δειπνούν με παρέα καταναλώνουν 48% περισσότερο φαγητό συγκριτικά με εκείνους που τρώνε μόνοι και οι γυναίκες με παχυσαρκία καταναλώνουν πάνω από 29% περισσότερο φαγητό όταν τρώνε με παρέα, παρά όταν τρώνε μόνες τους.
Ειδικοί από το Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ ανέλυσαν δεδομένα από 42 μελέτες και διαπίστωσαν ότι οι κοινωνικές περιστάσεις κατανάλωσης φαγητού συνδέονται με αυξημένη πρόσληψη τροφής συγκριτικά με τις περιστάσεις μοναχικών δείπνων.
Οι ερευνητές, όπως σημειώνει το ΑΜΠΕ, εξηγούν πως στα αρχαία χρόνια οι τροφοσυλλέκτες μοιράζονταν την τροφή για να εξασφαλίσουν την επιβίωση τους στις περιόδους επισιτιστικής ανασφάλειας. Ο συγκεκριμένος μηχανισμός επιβίωσης ενδέχεται να διατηρείται μέχρι και σήμερα με αποτέλεσμα να τρώμε περισσότερο όταν είμαστε με φίλους ή με την οικογένεια για ποικίλους λόγους. Πρώτον, επειδή η κατανάλωση τροφής με παρέα είναι συνήθως πιο ευχάριστη δραστηριότητα και τα άτομα αισθάνονται ότι ανταμείβονται περισσότερο απ’ ό,τι όταν τρώνε μόνα. Δεύτερον, επειδή οι κοινωνικές νόρμες καθιστούν την υπερβολική κατανάλωση τροφής αποδεκτή στο πλαίσιο της παρέας, αλλά όχι και όταν είμαστε μόνοι. Ένας τρίτος λόγος είναι ίσως ότι το να καθόμαστε όλοι μαζί για φαγητό ενδυναμώνει τους μεταξύ μας κοινωνικούς δεσμούς.
Η Έλεν Ράντοκ, της σχολής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ, τονίζει ότι τα ευρήματα αυτά δεν επιβεβαιώνονται όταν αυτοί που τρώνε παρέα δε γνωρίζονται καλά και εξηγεί ότι αυτή η αναστολή της επίδρασης της κοινωνικής διευκόλυνσης ενδέχεται να οφείλεται στην επιθυμία των ανθρώπων να δημιουργούν θετική εντύπωση στα άτομα που πρωτογνωρίζουν, επιλέγοντας έτσι μικρές ποσότητες φαγητού. Η ίδια δηλώνει ότι τόσο το είδος όσο και η ποσότητα αυτού που θα καταναλώσουμε σχετίζεται με την εντύπωση που θέλουμε να δημιουργήσουμε στους άλλους για τον εαυτό μας. Κατά τους ερευνητές αυτό συμβαίνει κυρίως σε περιστάσεις στις οποίες γυναίκες προσπαθούν να εντυπωσιάσουν άντρες ή όταν άτομα με παχυσαρκία φοβούνται ότι θα κριθούν αρνητικά από τους άλλους λόγω της υπερβολικής κατανάλωσης τροφής.
Η πρόσφατη και ταχεία μετάβαση σε ένα «διατροφικό τοπίο», στο οποίο το φαγητό είναι άφθονο, έχει δημιουργήσει μορφές «εξελικτικής αναντιστοιχίας» καθώς, οι κληρονομημένες στρατηγικές αναζήτησης τροφής δεν εξυπηρετούν πλέον τον μέχρι τώρα σκοπό τους.
Οι ερευνητές σημειώνουν ότι, στην περίπτωση της κοινωνικής διευκόλυνσης, έχουμε κληρονομήσει έναν μηχανισμό που κάποτε εξασφάλιζε τη δίκαιη διανομή της τροφής ανάλογα με τις ανάγκες, αλλά τώρα ασκεί ισχυρή επίδραση σε ανθυγιεινές διατροφικές συνήθειες.
Η ίδια διαδικασία παρατηρήθηκε σε κοτόπουλα, αρουραίους, γερβίλους (είδος τρωκτικού) και άλλα είδη, υποδηλώνοντας ότι εξυπηρετεί πράγματι έναν τελικό σκοπό για την επιβίωση των ειδών. Η επισιτιστική ασφάλεια διαρρηγνύεται όταν τα άτομα ανταγωνίζονται για την τροφή και ορισμένα μπορεί να καταναλώνουν πολύ περισσότερο από άλλα. Αυτό δημιουργεί ένταση.
«Μια λύση σε αυτή την ένταση μπορεί να είναι να τρώει κανείς τουλάχιστον όσο και οι άλλοι στην ομάδα – αν τα μεμονωμένα μέλη ταιριάξουν τη συμπεριφορά τους με αυτή των άλλων σε ό,τι αφορά την κατανάλωση φαγητού, είναι πιο πιθανό να φάνε μεγαλύτερο γεύμα σε σχέση με αυτό που θα κατανάλωναν σε συνθήκες κοινωνικού ανταγωνισμού», σχολίασε η δρ Ράντοκ.
«Αυτό που περιγράφουμε ως “κοινωνική διευκόλυνση” μπορεί να θεωρηθεί φυσικό παραπροϊόν της κοινωνικής διανομής τροφίμων – στρατηγική που εξυπηρετούσε μια κρίσιμη λειτουργία στους προγόνους μας. Αυτό εξηγεί, επίσης, γιατί είναι πιθανότερο να εμφανίζεται σε ομάδες με άτομα που έχουν οικειότητα μεταξύ τους και όχι ανάμεσα σε αγνώστους».