Μια βρετανική μελέτη, η πρώτη του είδους της, ξεκαθαρίζει πόσες ώρες πρέπει να δουλεύει ένας άνθρωπος για να είναι ισορροπημένος ψυχολογικά. Πόση δόση δουλειάς είναι αρκετή από άποψη ψυχικής υγείας; Μόνο μια μέρα την εβδομάδα (οκτώ ώρες), είναι η απρόσμενη απάντηση.
Οι ψυχολόγοι τονίζουν ότι, πέρα από τα προφανή οικονομικά οφέλη, η επί πληρωμή απασχόληση έχει και ψυχολογικά πλεονεκτήματα, όπως το να χαρίζει αυτοεκτίμηση στους εργαζόμενους, να επιτρέπει την έκφραση της δημιουργικότητας τους και την κοινωνική ένταξη τους.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Μπρένταν Μπέρτσελ του Πανεπιστημίου της Κέιμπριτζ, που έκαναν τη δημοσίευση στο περιοδικό κοινωνικής επιστήμης και ιατρικής «Social Science and Medicine», μελέτησαν 71.100 άτομα 16 έως 64 ετών και πώς οι αλλαγές στις ώρες εργασίας τους κατά την περίοδο 2009-2018 σχετίζονταν με την ψυχική υγεία τους (άγχος, κατάθλιψη, αϋπνία κ.α.) και το βαθμό ικανοποίησης από τη ζωή τους.
Διαπιστώθηκε ότι στους ανθρώπους που μετακινούνταν από την κατάσταση της ανεργίας ή της αεργίας σε πληρωμένη απασχόληση διάρκειας έως οκτώ ωρών την εβδομάδα, ο κίνδυνος ψυχικών προβλημάτων μειωνόταν κατά μέσο όρο κατά 30%.
Όμως η εργασία, πέρα από αυτό το οκτάωρο μέσα στην εβδομάδα, δεν φάνηκε να παρέχει κάποιο πρόσθετο ψυχολογικό όφελος. Το να δουλεύει π.χ. κανείς 37 έως 40 ώρες την εβδομάδα, δεν χαρίζει σε κάποιον καλύτερη ψυχική υγεία σε σχέση με κάποιον άλλο που δουλεύει μόνο οκτώ ώρες την εβδομάδα.
Συνεπώς, σύμφωνα με τους ερευνητές, για να απολαύσει κανείς τα ψυχικά οφέλη της (αμειβόμενης) δουλειάς, δεν χρειάζεται να εργάζεται πάνω από ένα οκτάωρο την εβδομάδα.
«Έχουμε οδηγίες σωστής δοσολογίας για τα πάντα, από τις βιταμίνες C έως τις ώρες ύπνου, προκειμένου να νιώσουμε καλύτερα, αλλά αυτή είναι η πρώτη φορά που θέσαμε το ίδιο ερώτημα όσον αφορά την εργασία με αμοιβή», δήλωσε ο Μπέρτσελ.
«Γνωρίζουμε ότι η ανεργία είναι συχνά επιβλαβής για την ψυχική υγεία των ανθρώπων. Τώρα πια έχουμε μια ιδέα για το πόση πληρωμένη εργασία απαιτείται, προκειμένου να πάρουμε τα ψυχοκοινωνικά οφέλη της απασχόλησης – και βλέπουμε ότι δεν χρειάζεται καθόλου πολλή δουλειά» λέει.
Το συμπέρασμα των ερευνητών είναι ότι η εβδομάδα εργασίας μπορεί να συρρικνωθεί και μάλιστα σημαντικά, «χωρίς αρνητική επίπτωση στην ψυχική υγεία των εργαζομένων». Η νέα μελέτη αναμένεται να πυροδοτήσει νέες συζητήσεις για το πώς θα στηριχθούν οι άνθρωποι σε μια μελλοντική εποχή με ολοένα λιγότερη απασχόληση (π.χ. έχει προταθεί ένα βασικό εισόδημα για όλους).
«Στις επόμενες λίγες δεκαετίες μπορεί να δούμε την τεχνητή νοημοσύνη, τα μεγάλα δεδομένα και τη ρομποτική να αντικαθιστούν μεγάλο μέρος της αμειβόμενης εργασίας που σήμερα γίνεται από τους ανθρώπους», ανέφερε η δρα Ντάιγκα Καμεράντε του Πανεπιστημίου Σάλφορντ.
«Συνεπώς πρέπει να ξανασκεφτούμε το ζήτημα των ωρών απασχόλησης, ανακατανέμοντας τις ώρες εργασίας, ώστε ο καθένας να μπορεί να απολαύσει τα οφέλη για την ψυχική υγεία του από μια δουλειά, έστω κι αν αυτό σημαίνει ότι όλοι θα δουλεύουμε πολύ λιγότερο μέσα στην εβδομάδα. Η νέα έρευνα αποτελεί σημαντικό βήμα για να σκεφτούμε ποιες θα είναι οι ελάχιστες ώρες αμειβόμενης απασχόλησης, που οι άνθρωποι θα χρειάζονται σε ένα μέλλον με λιγοστή δουλειά διαθέσιμη» αναφέρει.
Οι Βρετανοί ερευνητές δεν διστάζουν να προβλέψουν ότι μελλοντικά θα υπάρξουν ακόμη και…πενθήμερα «σαββατοκύριακα», ότι μερικοί άνθρωποι θα δουλεύουν πενθήμερο αλλά μόνο μια-δύο ώρες τη μέρα, ενώ οι ετήσιες διακοπές από μερικές εβδομάδες μπορεί να φθάσουν τους μερικούς μήνες ή, εναλλακτικά, να κάνει κανείς διακοπές δύο μηνών για κάθε ένα μήνα που δουλεύει.
Οραματίζονται επίσης μια καλύτερη εξισορρόπηση ανάμεσα στις απαιτήσεις της δουλειάς και της προσωπικής ζωής, αυξημένη παραγωγικότητα των εργαζομένων, μείωση των εκπομπών «αερίων του θερμοκηπίου» λόγω μεγάλης περικοπής των μετακινήσεων από και προς την εργασία κ.α. Όπως επισημαίνουν, «το παραδοσιακό μοντέλο, όπου ο καθένας δουλεύει περίπου 40 ώρες την εβδομάδα, ποτέ δεν βασίσθηκε στο πόση δουλειά είναι καλή για τους ανθρώπους» αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Από την άλλη, επισημαίνουν ότι οι θέσεις εργασίας πρέπει να είναι ποιοτικές, δηλαδή οι εργαζόμενοι να γίνονται αντικείμενο σεβασμού και να μη νιώθουν συνεχή εργασιακή ανασφάλεια. Τονίζουν ακόμη ότι η δραστική μείωση των ωρών εργασίας πρέπει να αφορά τους πάντες, αλλιώς θα ενταθούν οι κοινωνικοοικονομικές ανισότητες.
Ο Μπέρτσελ εκτίμησε ότι «αν η Βρετανία μετέτρεπε τα κέρδη της ετήσιας παραγωγικότητας σε μειωμένες ώρες εργασίας παρά σε αυξήσεις αποδοχών, η εβδομάδα εργασίας θα μπορούσε να περιορισθεί σε τετραήμερο μέσα σε μια δεκαετία.