Αμερικανοί ψυχίατροι εντόπισαν ένα γονίδιο, το οποίο είναι πιο κοινό στους βαριά καταθλιπτικούς που έχουν κάνει απόπειρα αυτοκτονίας, σε σχέση με όσους πάσχουν μεν από κατάθλιψη, αλλά δεν έχουν αποπειραθεί να αυτοκτονήσουν.
Η ανακάλυψη πιθανώς μπορεί να βοηθήσει μελλοντικά τους γιατρούς να κάνουν το σχετικό γενετικό τεστ και να διακρίνουν εκείνους τους ασθενείς τους, οι οποίοι ρέπουν στην αυτοκτονία, σύμφωνα με το ygeianews.gr.
Η συγκεκριμένη γενετική μετάλλαξη φαίνεται να καθιστά ευάλωτους τους ανθρώπους στην παρόρμηση της αυτοκτονίας, όταν παθαίνουν κατάθλιψη, πράγμα που σημαίνει ότι χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής κατά την θεραπεία τους, αλλά και από την οικογένειά τους, όπως δήλωσε Τζον Μαν, επικεφαλής νευροεπιστήμων του Πολιτειακού Ψυχιατρικού Ινστιτούτου της Νέας Υόρκης.
Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι περίπου το μισό του κινδύνου αυτοκτονίας ενός ατόμου είναι δυνατό να αποδοθεί σε γενετικούς παράγοντες. Η κληρονομικότητα της τάσης για αυτοκτονία μπορεί να εξηγήσει γιατί εμφανίζονται κατά καιρούς διαδοχικές αυτοκτονίες σε οικογένειες.
Παρά τις ενδείξεις ότι η αυτοκτονική συμπεριφορά μπορεί να κληρονομείται, οι επιστήμονες δεν είχαν καταφέρει έως τώρα να βρουν σχετικά γονίδια, εν μέρει επειδή δυσκολεύονταν να διακρίνουν τα γονίδια της αυτοκτονίας από τα γονίδια της κατάθλιψης.
Η νέα μελέτη ανέλυσε γενετικά τις περιπτώσεις 412 σοβαρά καταθλιπτικών ανθρώπων, από τους οποίους οι 154 είχαν κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Έτσι, εντόπισαν μια μετάλλαξη γονιδίου (RGS2) που εμφανίζεται πιο συχνά σε όσους έχουν προσπαθήσει να αυτοκτονήσουν.
Το γονίδιο επηρεάζει το πόσο ισχυρά οι υποδοχείς του οργανισμού ανταποκρίνονται στις χημικές ουσίες που απελευθερώνουν τα νευρικά κύτταρα του εγκεφάλου. Το 43% των καταθλιπτικών που είχαν κάνει απόπειρα αυτοκτονίας, σύμφωνα με τον Μαν, διέθεταν δύο αντίγραφα μιας μετάλλαξης του συγκεκριμένου επικίνδυνου γονιδίου, ενώ λιγότερο από το 20% είχαν δύο αντίγραφα της ασφαλέστερης μετάλλαξής του.