Όλοι γνωρίζουμε ότι η ψυχολογία του ανθρώπου είναι ένα από τα βασικότερα κριτήρια… Σε κάθε στεναχώρια, άγχος, στρες, η διέξοδος είναι το ψυγείο και η «συναναστροφή» με το φαγητό! Και αυτή η ικανοποίηση που μας προσφέρει το φαγητό είναι συνυφασμένη με τους οργανοληπτικούς χαρακτήρες της τροφής όπως για παράδειγμα: η υφή, η οσμή, η γεύση, η όψη και η αλληλεπίδραση της τροφής με τους γευστικούς μας κάλυκες.
Η ποσότητα τροφής που καταναλώνουμε επηρεάζεται επίσης από την πείνα, τη φυσική δραστηριότητα, από προβλήματα υγείας, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, από τη γεύση του τροφίμου, όπως επίσης και από έναν άλλο παράγοντα, στον οποίο το πιθανότερο είναι πως δεν δίνουμε τη δέουσα σημασία: τη θερμοκρασία της τροφής!
Ας αναλύσουμε λοιπόν, πώς η θερμοκρασία ενός τροφίμου μπορεί να επηρεάσει την ποσότητα που καταναλώνουμε.
Το ανθρώπινο σώμα, υπό φυσιολογικές συνθήκες έχει θερμοκρασία που διατηρείται μέσα σε σχετικά στενά όρια και κυμαίνεται γύρω στους 37 βαθμούς Κελσίου. Η θερμοκρασία του σώματός μας, αν εξαιρέσουμε τον παράγοντα του κρυολογήματος, επηρεάζεται και από τις κλιματολογικές συνθήκες. Στο κρύο δηλαδή, η φυσιολογική μας θερμοκρασία εμφανίζει μικρή πτώση και στη ζέστη, αντίστοιχα, μια μικρή αύξηση. Γι’ αυτό και όταν έχει κρύο, τρέμουμε (με τη σύσπαση των μυών αυξάνουμε τη θερμοκρασία), ενώ όταν έχει ζέστη ιδρώνουμε (σε μια προσπάθεια να μειώσουμε τη θερμοκρασία του σώματος). Με τη λήψη τροφής και την πέψη οι καύσεις στο σώμα αυξάνονται και κατ’ επέκταση η θερμοκρασία του αυξάνεται.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν το γεγονός, ότι στα έντονα κρύα αναζητούμε ζεστά φαγητά όπως οι σούπες, ενώ στον καύσωνα ζητάμε κάτι παγωμένο όπως το παγωτό! Με την κατανάλωση ζεστής τροφής ανεβάζουμε την εσωτερική θερμοκρασία του σώματος, ενώ αντίστοιχα την κατεβάζουμε, με την κατανάλωση μιας παγωμένης. Υπάρχει δηλαδή, μία συνάρτηση μεταξύ θερμοκρασίας περιβάλλοντος-σώματος και θερμοκρασίας φαγητού.
Γίνεται λοιπόν σαφές ότι τόσο η θερμοκρασία του ιδίου του προϊόντος, όσο και η θερμοκρασία του σώματος και του στόματος επηρεάζουν τη γεύση, την ευχαρίστηση της κατανάλωσης και κατ’ επέκταση, ακόμη και την ποσότητα της προσλαμβανόμενης τροφής.
Όταν το φαγητό είναι κρύο, τα λιπαρά συστατικά του είναι πιο «συμπυκνωμένα» και παρουσιάζουν μια στερεή μορφολογική υφή.
Η διαφορετικότητα στην κατανάλωση, την απορρόφηση έως και την ίδια την απόλαυση, είναι αισθητή σε περιπτώσεις υγρών διαλυμάτων ή τροφής. Στις περιπτώσεις αυτές, απαιτείται περισσότερος χρόνος για να ενεργοποιηθούν όλοι οι γευστικοί κάλυκες της γλώσσας, να ερεθιστούν και να αναγνωρίσουν τη σύσταση της καταναλισκόμενης τροφής.
Με τη βοήθεια του σάλιου και την κατάποση περνάμε στα επόμενα στάδια διάσπασης και μεταβολισμού, χωρίς να έχει γίνει αντιληπτό ένα ικανοποιητικό γευστικό αποτέλεσμα. Το ίδιο συμβαίνει αν πρώτα πιούμε ένα ποτήρι αναψυκτικό ή ακόμη και κρύο νερό και μετά φάμε ένα γλυκό (στη περίπτωση του αναψυκτικού θα διαπιστώσετε ότι δημιουργείται ένας αναβρασμός στο στόμα, κάτι σαν αφρός).
Παράλληλα, είναι γνωστό πως οι γευστικοί κάλυκες της γλώσσας δεν έχουν μεγάλη δραστηριοποίηση στις χαμηλές θερμοκρασίες. Όταν η τροφή είναι ζεστή ή στη φυσιολογική της θερμοκρασία μεγιστοποιείται αναπόφευκτα η κατανάλωσή της, με αποτέλεσμα την πρόσληψη περισσοτέρων θερμίδων.
Τα άτομα που έχουν ευαισθησία ή προβλήματα με το στομάχι τους, καλό είναι να αποφεύγουν τις ακραίες θερμοκρασίες του φαγητού, διότι μπορεί να τους προκαλέσει ενοχλήσεις.
Πέρα από όλα τα παραπάνω, κάθε άνθρωπος έχει τις προτιμήσεις του στη θερμοκρασία του φαγητού, και τίποτα δεν είναι κανόνας, αν και έχετε…σοβαρές πιθανότητες στον καύσωνα να αναζητήσετε παγωτό και στον χιονιά δύο πιάτα καυτής σούπας!
Πηγή: mednutrition