Ως οστεοπενία ορίζεται η μειωμένη οστική πυκνότητα (και κατ’ επέκταση μηχανική αντοχή των οστών), η οποία βρίσκεται μεταξύ 1 και 2,5 σταθερών αποκλίσεων από την μέση τιμή οστικής μάζας νεαρών γυναικών, όπως αυτή υπολογίζεται με την κλασική μέθοδο μέτρησης της οστικής πυκνότητας με την μέτρηση της διπλής απορροφησιομετρίας (DEXA).
Εν ολίγοις, η οστεοπενία περιλαμβάνει όλο το εύρος των ασθενών που έχουν μειωμένη οστική μάζα, χωρίς να έχουν επίσημα διαγνωσμένη οστεοπόρωση. Η τιμή της ανωτέρω μέτρησης (η οποία πρέπει γίνεται αρχικά σε 2 σημεία του σκελετού για να είναι διαγνωστική) καθορίζει και τα όρια της κατάστασης που αναφέρεται ως οστεοπενία.
Η ολοκλήρωση του ελέγχου για την εκτίμηση της πραγματικής βαρύτητας της οστεοπενίας γίνεται με εργαστηριακό έλεγχο αίματος, ο οποίος πρέπει να περιλαμβάνει:
Γενική αίματος, Γλυκόζη, Ουρία, Κρεατινίνη, Κάθαρση κρεατινίνης, Ηπατικά ένζυμα (SGOT, SGPT), Ηλεκτρολύτες ορού (Na, K, Ca, P, Mg), Ασβέστιο (Ca) ούρων 24 ώρου, ορμονικό έλεγχο (ορμόνες θυρεοειδούς, PTH), ηλεκτροφόρηση πρωτεϊνών, βιοχημικοί οστικοί δείκτες (ALP, Οστεοκαλσίνη) και επίπεδα Vit-D στον ορό.
Έτσι, θα έχουμε μια συνολική εικόνα της παθολογικής κατάστασης, μια ένδειξη για την πρόγνωσή της και έναν οδηγό για την σωστή αντιμετώπισή της (ανάλογα με το αν είναι πρωτοπαθής ή δευτεροπαθής οστεοπενία).
Πηγή: mednutrition.gr