Η κατανάλωση τροφίμων και ποτών είναι αναγκαία για τη διατήρηση του ανθρώπου στη ζωή. Ωστόσο, υπάρχει μια ευρεία διακύμανση, όχι μόνο στην ποσότητα, αλλά και στα είδη των τροφίμων που καταναλώνονται. Η προτίμηση κάθε ατόμου σε συγκεκριμένα τρόφιμα, έχει άμεση σχέση με τα ισχύοντα πρότυπα κατανάλωσης.

Ορισμένες γεύσεις μπορεί να είναι μισητές από τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού, ενώ άλλες (ιδίως η γλυκιά γεύση), μπορεί να είναι ενεργά προτιμότερες. Οι διαδικασίες που συνδέονται με αυτές τις προτιμήσεις είναι πολύπλοκες.

Προσωπικότητα
Η προσωπικότητα είναι το σύνολο των ψυχολογικών και συμπεριφορικών χαρακτηριστικών ενός ατόμου, τα οποία μπορεί επηρεάζουν τις σκέψεις και τη συμπεριφορά του.

Μια θεωρία προσωπικότητας που έχει αναφερθεί αρκετές φορές στον τομέα της έρευνας είναι η ιδιοσυγκρασία και το μοντέλο χαρακτήρα του Cloninger. Η ιδιοσυγκρασία απεικονίζεται ως μια συλλογή από ασυνείδητες διαθέσεις που μπορούν να διαφοροποιήσουν τους ανθρώπους ποσοτικά. Οι τέσσερις δομές της ιδιοσυγκρασίας περιλαμβάνουν αναζήτηση νέων εμπειριών, αποφυγή βλάβης, εξάρτηση επιβράβευσης και επιμονή.

Αντίθετα, ο «χαρακτήρας» αναφέρεται σε δομές που επιδεικνύουν ένα επίκτητο ή διδασκόμενο συστατικό, όπως ο βαθμός αυτοπροσδιορισμού, συνεργασιμότητας, και αυτοΰπέρβασης.

Ιδιοσυγκρασία και διατροφική συμπεριφορά
Η ιδιοσυγκρασία είναι πιθανόν να έχει μια ουσιώδη (δομική) ή βιολογική βάση, επηρεασμένη έντονα από την κληρονομικότητα. Τρεις κλάδοι της θεωρίας της ιδιοσυγκρασίας του Cloninger έχουν συνδεθεί με τη λειτουργία των νευροδιαβιβαστών στον εγκέφαλο και είναι γνωστοί για τη ρύθμιση της διατροφικής συμπεριφοράς και της σίτισης: η ντοπαμίνη (αναζήτηση νέων εμπειριών), η σεροτονίνη (αποφυγή βλάβης) και η νοραδρεναλίνη (εξάρτηση επιβράβευσης).

Ο Cloninger αναφέρει ότι η αυξημένη αναζήτηση νέων ερεθισμάτων είναι ένα προσεγγιστικό μέτρο της δραστηριότητας της ντοπαμίνης εντός των μεσομεταιχμιακών περιοχών του εγκεφάλου (Cloninger, 1994). Η ντοπαμίνη είναι ένας νευροδιαβιβαστής, ο οποίος πιστεύεται ότι διαμορφώνει τις πτυχές επιβράβευσης των ερεθισμάτων των «κινήτρων», ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της μάθησης των νέων αρεσκειών και μη, της αναζήτησης νέων και καινοτόμων εμπειριών.

Μελέτες σε ζώα έδειξαν ότι η δραστηριότητα της ντοπαμίνης συνδέεται περισσότερο με την προληπτική επιθυμία και το κίνητρο (την επιθυμία) και όχι με την ευχαρίστηση που προέρχεται από την ολοκλήρωση. Οι αυξήσεις της δραστηριότητας της ντοπαμίνης στις μεσομεταιχμιακές και κογχομετωπιαίες περιοχές του εγκεφάλου, έχουν συσχετιστεί με απάντηση σε ευχάριστες γεύσεις και οι περιοχές αυτές παρουσιάζουν υψηλότερο βαθμό δραστηριότητας.

Ως εκ τούτου, η ντοπαμίνη είναι πρωταρχική υποψήφια για τη συμμετοχή της στην προτίμηση της γεύσης. Μελέτες έχουν δείξει θετική συσχέτιση μεταξύ της αναζήτησης νέων εμπειριών, με την κατανάλωση φρούτων και λαχανικών.

Τα χαμηλά επίπεδα σεροτονίνης είναι χαρακτηριστικό των ασθενών με κλινικά σημάδια άγχους και κατάθλιψης. Τα άτομα με υψηλά επίπεδα αποφυγής βλάβης μπορεί να αποφεύγουν νέες καταστάσεις ή καταστάσεις που μπορεί να συνεπάγονται σύγκρουση ή τιμωρία.

Ως εκ τούτου, η αύξηση των επιπέδων σεροτονίνης έχει αποδειχθεί ότι καταστέλλει την όρεξη, μέσω μείωσης της πρόσληψης τροφής και λίπους.

Η λειτουργία της νοραδρεναλίνης εντοπίζεται συνήθως σε ασθενείς με μετατραυματική διαταραχή άγχους, οι οποίοι είναι υπερβολικά ευαίσθητοι σε τραύματα που σχετίζονται με προτροπή. Τυπικά, θεωρείται ότι κατευθύνει την αντίδραση του σώματος σε περιόδους οξέος στρες. Τα φάρμακα που στοχεύουν στους υποδοχείς της νοραδρεναλίνης προωθούν την απώλεια βάρους, μέσω καταστολής της όρεξης και της έγκαιρης παραγωγής ενός αισθήματος κορεσμού.

Προτίμηση στη γλυκιά γεύση
Η γλυκύτητα έχει αναφερθεί ως έμφυτη ή φυσικά προτιμώμενη γεύση, ακόμη και σε πολύ μικρά παιδιά, ενώ το αλμυρό, το ξινό, και το πικρό είναι γεύσεις που αποκτώνται. Τα τρόφιμα που είναι πλούσια σε ζάχαρη και λιπαρά θεωρούνται πιο ευχάριστα και καταναλώνονται σε μεγάλες ποσότητες από τα παιδιά στις περισσότερες δυτικές χώρες, ενώ τα λαχανικά θεωρούνται παγκοσμίως ως αντιπαθή.

Αυτό το πρότυπο των γευστικών προτιμήσεων φαίνεται ότι είναι παγκόσμιο και ότι ξεπερνά τους πολιτισμούς. Πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία για την έμφυτη προτίμηση προς τις γλυκές γεύσεις προέρχονται από μελέτες σε νεογνά, στις οποίες χορηγούνται στα βρέφη διαλύματα που περιέχουν τις βασικές γεύσεις και παρατηρούνται οι εκφράσεις του προσώπου τους μετά από την κατάποση.

Με την παρατήρηση θετικών εκφράσεων του προσώπου, οι γλυκές γεύσεις βρέθηκαν να είναι παγκοσμίως αποδεκτές, ενώ η ξινή και η πικρή γεύση συνδέθηκαν με «απαντήσεις» που υποδηλώνουν αποστροφή. Πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι αυτή η έμφυτη προτίμηση μπορεί να έχει εν μέρει γενετική βάση.

Συμπερασματικά, η διατροφική συμπεριφορά και η κατηγοριοποίηση των τροφίμων εξαρτάται από εσωτερικά και εξωτερικά κίνητρα.

Η γεύση και τα άλλα χαρακτηριστικά της τροφής συγκαταλέγονται στα εσωτερικά κίνητρα, ενώ οι πληροφορίες από το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, θεωρούνται εξωτερικά κίνητρα.

Πηγή: mednutrition.gr