Ο πρώτος στόχος που θέτουν ιδιαίτερα οι ειδικοί για την καλή υγεία της καρδιάς και την πρόληψη των καρδιαγγειακών νοσημάτων είναι τα χαμηλά επίπεδα της LDL ή «κακής» χοληστερόλης.
Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για «κακή» αφού είναι χρήσιμη για τον οργανισμό μας, έχει όμως επικρατήσει να ονομάζεται έτσι, καθώς όταν βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα, δημιουργεί αθηρωματικές πλάκες φράζοντας τα αγγεία και δυσκολεύοντας τη ροή του αίματος. Κατ’ επέκταση, αυξάνει τον κίνδυνο για καρδιαγγειακές παθήσεις (έμφραγμα του μυοκαρδίου, εγκεφαλικό, κα).
Είναι εύκολο να συμβεί και αρκετά συνηθισμένο, να έχουμε υψηλά επίπεδα χοληστερόλης χωρίς να το γνωρίζουμε. Αυτό συμβαίνει γιατί αφενός η υψηλή συγκέντρωσή της στον οργανισμό δεν έχει κάποια συμπτώματα που να μας προειδοποιούν για την αύξηση των επίπεδών της στο αίμα, αφετέρου, ο σύγχρονος τρόπος ζωής και διατροφής, «ευνοούν» τη συσσώρευσή της. Ο μόνος τρόπος να γνωρίζουμε και να παρακολουθούμε τις τιμές της χοληστερόλης στον οργανισμό μας, είναι μέσω αιματολογικών εξετάσεων.
Χρειάζεται όμως να διευκρινιστεί, πως η χοληστερόλη σε χαμηλά επίπεδα είναι απαραίτητη στον οργανισμό, καθώς συμβάλλει στη σύνθεση των κυτταρικών μεμβρανών και ορισμένων ορμονών, όπως επίσης και στην απορρόφηση λιποδιαλυτών ουσιών στο έντερο. Η χρησιμότητα της χοληστερόλης στον οργανισμό γίνεται αντιληπτή και από το γεγονός πως παράγουμε το ~80%, ενώ μόλις το ~20% το προσλαμβάνουμε από τη διατροφή.
Το σημαντικό στον έλεγχο της χοληστερόλης και κατ’ επέκταση στην προστασία της καρδιάς, είναι η διενέργεια εξετάσεων από μικρή ηλικία. Η Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης προτείνει την εξέταση των παιδιών ηλικίας από 9 έως 11 ετών και των εφήβων ηλικίας από 17 έως 21 ετών, ανεξάρτητα από την παρουσία παραγόντων κινδύνου ή οικογενειακού ιστορικού. Μάλιστα, η εξέταση λιπιδίων (HDL «καλή» χοληστερόλη, LDL «κακή» χοληστερόλη και τριγλυκερίδια) είναι σημαντικό να επαναλαμβάνεται κάθε πέντε χρόνια. Καλό είναι επίσης να γνωρίζουμε ότι με βάση τις επιστημονικές συστάσεις, η LDL χοληστερόλη σε υγιείς ενήλικες δεν θα πρέπει να ξεπερνάει ιδανικά τα 115 mg/dL.
Εντούτοις, εάν κάποιος έχει εκτός από χοληστερόλη και κάποιους άλλους παράγοντες κινδύνου καρδιαγγειακών νοσημάτων, θα πρέπει να προσέχει ακόμη περισσότερο και να συμβουλεύεται τον ειδικό γιατρό του. Οι παράγοντες αυτοί χωρίζονται σε μη τροποποιήσιμους, δηλαδή παράγοντες που δεν μπορούμε να επέμβουμε (ηλικία, φύλο, κληρονομικότητα κ.ά.) και σε τροποποιήσιμους, με σημαντικότερους το κάπνισμα (απαραίτητη η διακοπή), ο σακχαρώδης διαβήτης (σωστή ρύθμιση σακχάρου), την παχυσαρκία (απώλεια βάρους), την υπέρταση (ρύθμιση της πίεσης) και την καθιστική ζωή (οπωσδήποτε άσκηση ακόμη και περπάτημα). Άτομα που έχουν περισσότερους από έναν παράγοντες κινδύνου εμφανίζουν πολλαπλάσιο κίνδυνο για εμφάνιση καρδιαγγειακών νοσημάτων.
Υπάρχουν όμως και ακόμη πιο ειδικές ομάδες ασθενών – για παράδειγμα όσοι έχουν ήδη υποστεί ένα έμφραγμα του μυοκαρδίου ή εγκεφαλικό επεισόδιο – για τις οποίες οι τιμές αυτές δεν ισχύουν. Οι επιστήμονες πλέον έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα «όσο χαμηλότερα, τόσο καλύτερα» σε ό,τι αφορά στην LDL χοληστερόλη. Δηλαδή όσο πιο χαμηλές είναι οι τιμές της LDL χοληστερόλης στον οργανισμό, τόσο μικρότερος είναι και ο κίνδυνος εκδήλωσης ενός νέου, άκρως επιβαρυντικού για την υγεία και επικίνδυνου για τη ζωή, καρδιαγγειακού επεισοδίου.
Τα εν λόγω επιστημονικά δεδομένα προέκυψαν από τη μελέτη IMPROVE-IT, τη μεγαλύτερη μελέτη του είδους της – συμμετείχαν περισσότεροι από 18.000 ασθενείς και διήρκησε σχεδόν 10 χρόνια – η οποία δημοσιεύτηκε πρόσφατα στην επιστημονική επιθεώρηση New England Journal of Medicine.
Αναγνωστοπούλου Κωνσταντίνα
Παθολόγος, Εξειδικευόμενη Διαβητολόγος, Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Επιστημονικός Συνεργάτης Διαβητολογικού Κέντρου Τζανείου Νοσοκομείου Πειραιά