Σε κάποιους ακούγεται απλή και αστεία ασθένεια, όμως η ακράτεια ούρων μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στην ψυχολογία, στην κοινωνική ζωή αλλά και στη σεξουαλική συμπεριφορά του πάσχοντα.
Έτσι, κρίνεται απολύτως απαραίτητη η ορθή αντιμετώπισή της. Σε ποιες περιπτώσεις, όμως, και με ποιον τρόπο;
Ο ουροδυναμικός έλεγχος συνίσταται στη συνεχή καταγραφή από ηλεκτρονικό υπολογιστή των παραμέτρων του ουροποιητικού συστήματος, που σχετίζονται με τη φάση πλήρωσης της κύστης και τη φάση κένωσης αυτής.
Ακράτεια ούρων είναι η ακούσια απώλεια ούρων σε χρόνο και τόπο που δεν καθορίζονται πλήρως από το άτομο. Πρόκειται για αρκετά συχνό φαινόμενο, με επιπτώσεις στην ψυχολογία, στην κοινωνική ζωή και στη σεξουαλική συμπεριφορά του πάσχοντα.
Οι ασθενείς με ακράτεια πρέπει να υποβάλλονται σε πλήρη κλινικό, απεικονιστικό και ουροδυναμικό έλεγχο, για να διαπιστωθεί ο τύπος της και έτσι να εφαρμοστεί η κατάλληλη θεραπεία. Ο ουροδυναμικός έλεγχος συνίσταται στη συνεχή καταγραφή από ηλεκτρονικό υπολογιστή των παραμέτρων του ουροποιητικού συστήματος που σχετίζονται με τη φάση πλήρωσης της κύστης και τη φάση κένωσής της (ούρηση). Η συγκεκριμένη καταγραφή έχει τη μορφή διαγραμμάτων – μαθηματικών καμπυλών.
Πρόκειται δηλαδή για μια απεικόνιση της ούρησης, για μια τεχνητή πλήρωση της κύστης, κατά τη διάρκεια της οποίας παρατηρούμε την αντίδραση των μυών και των νεύρων που σχετίζονται με την ούρηση. Η διαδικασία αυτή δεν ξεπερνάει τα 20 λεπτά και είναι ουσιαστικά ανώδυνη, αφού ο ασθενής αντιλαμβάνεται «ενόχληση» μάλλον, παρά πόνο.
Η ακράτεια στους άνδρες
Η ανδρική ακράτεια των ούρων στην πλειονότητα των περιπτώσεων οφείλεται σε μία από τις παρακάτω τέσσερις αιτίες:
Σε συγγενείς παθήσεις που βλάπτουν τη νεύρωση της κύστης και της ουρήθρας (π.χ. μυελομηνιγγοκήλη) ή προκαλούν δομικές ανωμαλίες (π.χ. εκστροφή της κύστης).
Σε επίκτητες νευρολογικές παθήσεις (π.χ. κατά πλάκας σκλήρυνση).
Σε κακώσεις της λεκάνης.
Σε ακράτεια κατόπιν προστατεκτομής.
Επίσης, η ανδρική ακράτεια κατατάσσεται σε τρεις κύριες κατηγορίες:
Ακράτεια οφειλόμενη σε διαταραχή της λειτουργίας του εξωστήρα (ασταθής κύστη).
Ακράτεια οφειλόμενη σε σφιγκτηριακή ανεπάρκεια.
Μικτού τύπου ακράτεια (συνύπαρξη ασταθούς κύστης και σφιγκτηριακής ανεπάρκειας).
Η θεραπεία ανά περίπτωση είναι η εξής:
Δυσλειτουργία του εξωστήρα: Η φαρμακοθεραπεία του ασταθούς εξωστήρα έχει ως στόχο την ελάττωση της συσταλτικότητας της κύστης. Tα αντιχολινεργικά σκευάσματα κατέχουν σημαντική θέση στη θεραπεία της υπερσυσταλτικότητας του εξωστήρα. Επί αποτυχίας της συντηρητικής θεραπείας, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί σοβαρά το ενδεχόμενο της χειρουργικής θεραπείας. Οι επεμβάσεις που χρησιμοποιούνται διακρίνονται σε απονευρωτικές και σε αυξητικές (διευρυντικές) κυστεοπλαστικές.
* Σφιγκτηριακή ανεπάρκεια: Όταν η υποκείμενη αιτία της ακράτειας είναι η σφιγκτηριακή ανεπάρκεια, τότε ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί αποκατάσταση της εγκράτειας είναι η χρήση τεχνητών σφιγκτήρων και ειδικών ταινιών.
Η ακράτεια στις γυναίκες
Η γυναικεία ακράτεια κατατάσσεται σε τρεις κατηγορίες:
Ακράτεια επιτακτικού τύπου.
Ακράτεια από προσπάθεια.
Μικτή ακράτεια, όπου συνυπάρχουν τόσο το επιτακτικό στοιχείο όσο και εκείνο της απώλειας ούρων κατά την προσπάθεια.
Ανάλογα με τον τύπο της ακράτειας εφαρμόζεται και η κατάλληλη θεραπεία.
Επιτακτική ακράτεια: Η θεραπεία είναι κυρίως φαρμακευτική. Αν αποτύχει η συντηρητική αγωγή, μπορεί κανείς να καταφύγει σε χειρουργική θεραπεία (αυξητική εντεροκυστεοπλαστική έγχυση κολαγόννου ή Teflon καθώς και αλλαντική τοξίνη). Η αλλαντική τοξίνη (εμπορικά σκευάσματα Βotox, Dysport, Myobloc) έχει φέρει τα πάνω-κάτω στη θεραπεία της επιτακτικής ακράτειας. Το φάρμακο χορηγείται με τη μορφή ενέσεων στο εσωτερικό της ουροδόχου κύστης. Στις περισσότερες περιπτώσεις, μάλιστα, απαιτείται μόνο τοπική αναισθησία.
Ακράτεια από προσπάθεια: Η θεραπεία της ακράτειας από προσπάθεια είναι φαρμακευτική και επί αποτυχίας χειρουργική. Η χειρουργική θεραπεία κυρίως συνίσταται στην τοποθέτηση Ταινιών Ελευθέρας Τάσεως (TVT), με πολύ καλά αποτελέσματα.
Μικτή ακράτεια: Εδώ αντιμετωπίζουμε και τις δύο υποκείμενες διαταραχές, δηλ. τόσο την ασταθή κύστη όσο και την ακράτεια από προσπάθεια με τις μεθόδους που ήδη αναφέραμε.
Κύριες μετρήσεις του ουροδυναμικού ελέγχου:
ενδοκοιλιακή πίεση
ενδοκυστική πίεση
πίεση εξωστήρα μυός
χωρητικότητα ουροδόχου κύστης
πίεση ουρήθρας
ηλεκτρομυογράφημα πυελικού εδάφους
καμπύλη ροής ούρων (uroflow)
υπόλειμμα ούρων μετά την ούρηση
Πηγή: iatronet.gr