Πέντε ακόμα γενετικές παραλλαγές που συνδέονται με τη νόσο του Πάρκινσον ανακάλυψαν επιστήμονες από τη Βρετανία, τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ισλανδία, την Ολλανδία και τις ΗΠΑ, ανεβάζοντας πλέον σε 11 συνολικά τα γονίδια, που αυξάνουν τον κίνδυνο εκδήλωσης της συγκεκριμένης νευροεκφυλιστικής πάθησης.
Η μελέτη των επιστημόνων, με συντονιστή τον καθηγητή Νικ Γουντ του Ινστιτούτου Νευρολογίας του University College του Λονδίνου, δημοσιεύτηκε στο ιατρικό περιοδικό «The Lancet».
Αφού μελέτησαν περίπου 8 εκατ. πιθανές γενετικές μεταλλάξεις σε ένα μεγάλο δείγμα δεκάδων χιλιάδων ατόμων, διαπίστωσαν ότι το 20% των ανθρώπων, που διαθέτουν τον μεγαλύτερο αριθμό από αυτές τις 11 γενετικές παραλλαγές, είναι δυόμισι φορές πιθανότερο να εμφανίσουν Πάρκινσον, σε σχέση με το 20% που έχουν τις λιγότερες παραλλαγές.
Ο μέσος άνθρωπος έχει πιθανότητα 2,5% περίπου να πάθει Πάρκινσον στη ζωή του και ο κίνδυνος για όσους έχουν συγγενείς με τη νόσο, αυξάνεται στο 6%. Το πρώτο γονίδιο, σχετικό με το Πάρκινσον, ανακαλύφθηκε το 1997, ενώ μέχρι τότε οι επιστήμονες πίστευαν ότι η νόσος έχει περιβαλλοντικές (δηλαδή μη γενετικές και κληρονομικές) αιτίες. Σήμερα πια αυτή η εικόνα έχει ανατραπεί, καθώς ανακαλύπτονται ολοένα περισσότεροι σχετικοί γενετικοί παράγοντες και οι επιστήμονες πιστεύουν πια ότι η νόσος μάλλον προκαλείται μέσα από ένα συνδυασμό περιβαλλοντικών και γενετικών αιτιών. Αν και κανένας από αυτούς τους γενετικούς παράγοντες μόνος του δεν θεωρείται υπεύθυνος για την πρόκληση της πολύπλοκης νόσου του νευρικού συστήματος, ο συνδυασμός πολλών γενετικών παραγόντων αυξάνει τον κίνδυνο.
Η ασθένεια πλήττει, συνήθως, άτομα άνω των 50 ετών και προκαλεί συχνά σοβαρό τρέμουλο, ακαμψία και απώλεια ισορροπίας, με συνέπεια οι ασθενείς να δυσκολεύονται να περπατήσουν, να αυτοεξυπηρετηθούν, ακόμα και να μιλήσουν μερικές φορές. Αν και δεν υπάρχει ακόμα θεραπεία, τα φάρμακα που ενισχύουν την ντοπαμίνη, μετριάζουν τα συμπτώματα.