Το σχέδιο «Αθηνά» προσπαθεί να αντιμετωπίσει τις παθογένειες και στρεβλώσεις στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση δηλώνει ο υπουργός Παιδείας κ Κ Αρβανιτόπουλος, σε συνέντευξή του στο «Πρώτο Θέμα».
Όπως τονίζει χαρακτηριστικά, η τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν υπάρχει για να εξυπηρετεί καταναλωτικά τις τοπικές κοινωνίες. Υπάρχει για να δίνει γνώση και δεξιότητες στη νέα γενιά της χώρας, ώστε αυτή με τη σειρά της να καταξιώνεται επαγγελματικά και να προσφέρει στον εθνικό πλούτο, στην εθνική ανάπτυξη.
Σχετικά με τις διαμαρτυρίες που έχουν ξεσπάσει γύρω από την υλοποίηση του σχεδίου «Αθηνά», ο υπουργός αναφέρει: «Βλέποντας το δέντρο, χάνουμε το δάσος. Αντί για το εθνικό κοιτάμε το τοπικό, τη στιγμή που βρισκόμαστε στη δωδέκατη ώρα και πρέπει να κάνουμε άμεσα την υπέρβαση. Οι αντιδράσεις ήταν αναμενόμενες και ως ένα βαθμό κατανοητές, καθώς εκφράζουν την αγωνία των τοπικών κοινωνιών. Πρέπει όμως να καταλάβουν οι συνάδελφοι και ακόμη περισσότερο οι πολίτες, ότι στην Ελλάδα είναι ανάγκη να χτίσουμε μία κοινωνία γνώσης και παραγωγής και όχι μία κοινωνία καταναλωτών. Όπου υπάρχει η αναγκαία και πλήρης τεκμηρίωση, στη βάση των αρχών του
σχεδίου και όχι στη βάση εξυπηρέτησης τοπικών συμφερόντων, οι προτάσεις
αυτές θα γίνουν δεκτές».
Για τις διαμαρτυρίες των φοιτητών, ο κ. Αρβανιτόπουλος λέει ότι «είναι δικαιολογημένη η αγωνία τους, γι’ αυτό άλλωστε η μεριμνά μας ήταν οι μετακινήσεις να είμαι οι λιγότερες δυνατές και να γίνουν ει δυνατόν στην ίδια περιφέρεια. Γι’ αυτό και θα επιδοτήσουμε τις μετακινήσεις με βάση κοινωνικά κριτήρια. Η θεραπεία, όμως της παθογένειας δεκαετιών δεν είναι δυνατόν να μην έχει κάποιο κόστος».
Ο κ. Αρβανιτόπουλος σημειώνει πως δεν υπάρχει πολυτέλεια χρόνου και αναφέρει πως «οι αλλαγές στα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ δεν προέκυψαν λόγω κρίσης. Το μοντέλο αυτό που εφαρμόζαμε τόσα χρόνια οδήγησε στην κρίση». Ο υπουργός Παιδείας δηλώνει πως δεν αλλάζει τίποτε στο σύστημα εισαγωγής φέτος και πως ισχύει η δέσμευσή του ότι δεν θα αλλάξει μέχρι το 2016. Εκτιμά πως οι βάσεις θα ανέβουν λόγω του σχεδίου και πως η μείωση που θα προκύψει στον αριθμό των εισακτέων δεν θα ξεπερνά το 4%.