Θετικά αλλά και αρνητικά εντοπίζει η Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδας στο νομοσχέδιο εκδημοκρατισμός της διοίκησης – Καταπολέμηση Γραφειοκρατίας και Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση-Αποκατάσταση Αδικιών και άλλες διατάξεις ως προς το πειθαρχικό δίκαιο.
Όπως αναφέρει μεταξύ των άλλων η ΔΟΕ με τις διατάξεις, που εισάγει το νέο σχέδιο νόμου γίνονται αρκετά θετικά βήματα, αφού καταργείται το πλέγμα των διατάξεων, που αφορούν στο θεσμό της αυτοδίκαιης αργίας, καθώς όπως και το ίδιο το νομοσχέδιο παρατηρεί, μέσω των διατάξεων αυτών παραβιάζεται το συνταγματικά κατοχυρωμένο τεκμήριο της αθωότητας.
Η ΔΟΕ έχει τονίσει πολλές φορές, ότι οι διατάξεις αυτές χρησιμοποιήθηκαν ως μέσο για την απομάκρυνση εκπαιδευτικών από τα καθήκοντα τους δημιουργώντας τους τεράστια προβλήματα, θίγοντας την προσωπικότητά τους και το κύρος τους, πριν την κρίση των υποθέσεών τους από τα αρμόδια ποινικά και πειθαρχικά δικαστήρια. Τονίσαμε δε ότι ακόμα και μετά την απαλλαγή του υπαλλήλου και την επάνοδο του στην υπηρεσία, κανείς δεν μπορεί στην πραγματικότητα να άρει τις ουσιαστικές συνέπειες, της μομφής και του ψόγου, που βαρύνουν τον υπάλληλο εξαιτίας της απομάκρυνσής του από τα καθήκοντα του, ιδιαίτερα στις μικρές κοινωνίες.
Είναι προφανές, ότι η κατάργηση τους επιλύει ένα τεράστιο πρόβλημα. Αυτό που, δυστυχώς, δεν προβλέπεται είναι η αποκατάσταση των υπαλλήλων, που κατά παράβαση του Συντάγματος ετέθησαν σε αυτοδίκαιη αργία, στις αποδοχές, τις οποίες απώλεσαν στο διάστημα της αργίας τους, πράγμα επιβεβλημένο. Πρέπει δε να τονιστεί, ότι εάν δεν υπάρξει σχετική πρόβλεψη και οι ήδη ευρισκόμενοι σε κατάσταση αυτοδίκαιης αργίας εξέλθουν αυτής δυνάμει της καταργήσεως των διατάξεων του ν. 4093/2012 στην πραγματικότητα θα βρεθούν σε δεινότερη θέση έναντι των συναδέλφων τους, που κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν.4093/2012 εξήλθαν της αργίας, μετά από απαλλαγή τους, αφού οι μεν δε θα λάβουν τις οφειλόμενες αποδοχές τους ενώ οι δε έχουν πλήρως αποκατασταθεί.
Το Δ.Σ. της ΔΟΕ πιστεύει, επίσης, ότι θα πρέπει να αποκατασταθεί πλήρως η εφαρμογή των διατάξεων του Υπαλληλικού Κώδικα αναφορικά με την εν γένει Πειθαρχική διαδικασία, και ιδιαίτερα, αναφορικά με την αναστολή εκτέλεσης ποινών όπως η οριστική ή προσωρινή παύση, όταν έχει ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου Επικρατείας ή ένσταση ενώπιον του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου και μέχρι την κρίση αυτής από το αρμόδιο δικαστήριο ή όργανο. Μια τέτοια παρέμβαση είναι σημαντική, δεδομένου, ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το διάστημα, που εκκρεμεί ένσταση ή προσφυγή, δεδομένων των καθυστερήσεων στην εκδίκαση των υποθέσεων, οδηγεί σε έκτιση ποινών πολύ μεγαλύτερων από τις τελικώς επιβληθείσες.
Πολύ θετική εξέλιξη μπορεί να χαρακτηριστεί και η επάνοδος των εκπροσώπων των εργαζομένων στα Πειθαρχικά Συμβούλια, πάγιο αίτημα της Δ.Ο.Ε. της ΑΔΕΔΥ και όλων των συνδικαλιστικών ομοσπονδιών. Με τον τρόπο αυτό, θεωρούμε, ότι αίρονται οι αιτιάσεις της προηγούμενης Κυβέρνησης αναφορικά με την διαφθορά και την διαπλοκή, που προκαλούσε η παρουσία των αιρετών εκπροσώπων στα Πειθαρχικά Συμβούλια και αποκαθίσταται, εν μέρει, ο πόλεμος λάσπης που είχε, όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα, εξελιχθεί σε βάρος των δημοσίων υπαλλήλων.
Από την άλλη πλευρά πιστεύουμε, ότι είναι εξαιρετικά αρνητικό το γεγονός ότι και στις διατάξεις του νομοσχεδίου παραμένει το αδίκημα της χαρακτηριστικώς ανάξιας και αναξιοπρεπούς συμπεριφοράς εντός και εκτός υπηρεσίας, και μάλιστα περιλαμβάνεται μεταξύ των αδικημάτων, που οδηγούν σε οριστική παύση, παρά το γεγονός ότι η προσωπική και κοινωνική ζωή κάθε υπαλλήλου δε θα έπρεπε να αποτελεί αντικείμενο ελέγχου εκ μέρους της υπηρεσίας του. Είναι δε σημαντικό σε ένα νομοσχέδιο, που ευαγγελίζεται, ότι επιδιώκει να μεταβάλλει την εξουσιαστική θεώρηση με την οποία το κράτος αντιμετωπίζει την υπαλληλική σχέση, να αποδεσμευτούν από την πειθαρχική διαδικασία, συμπεριφορές, που σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατό να χαρακτηρίσουν την ποιότητα αλλά και την ικανότητα του υπαλλήλου.
Η προσθήκη διευκρίνησης, ότι η συνδικαλιστική και κοινωνική δράση δεν συνιστά χαρακτηριστικώς ανάξια και αναξιοπρεπή συμπεριφορά, είναι μεν σημαντική αλλά δεν αρκεί για να άρει τα προβλήματα, που έχει δημιουργήσει η εφαρμογή της διάταξης αυτής, αφού χρησιμοποιείται ευρέως για την άσκηση πειθαρχικών διώξεων για πράξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν με οποιονδήποτε άλλο τρόπο και κατ’ ουσίαν δεν συνιστούν πειθαρχικά παραπτώματα. Το Δ.Σ. της Δ.Ο.Ε. πιστεύει πως το σημείο αυτό θα πρέπει, οπωσδήποτε, να επανεξεταστεί προς την κατεύθυνση της κατάργησης του εν λόγω πειθαρχικού παραπτώματος.
Οι παρατηρήσεις αυτές έρχονται ως συνέχεια της συνολικής στάσης του Δ.Σ. της Δ.Ο.Ε. απέναντι στη λαίλαπα του πειθαρχικού δικαίου που σάρωσε τα τελευταία χρόνια και την εκπαίδευση και πιστεύουμε πως είναι εξαιρετικά σημαντικό να ληφθούν υπόψη για την τελική μορφή του σχεδίου νόμου.
Το Δ.Σ. της Δ.Ο.Ε. με τους αγώνες του αλλά και μέσα από τους αγώνες του συνόλου του δημοσιοϋπαλληλικού κινήματος θα συνεχίσει να διεκδικεί την αποκατάσταση του κράτους δικαίου και την άρση όλων των στρεβλώσεων.
Σημειώνουμε ότι κατά τη συνάντηση στις 3/3/2015 που είχε η ΔΟΕ με την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας τοποθετήθηκε και για το πειθαρχικό δίκαιο ζητώντας αλλαγές.
Συγκεκριμένα ζήτησε:
- Την εξειδίκευση κατά τρόπο περιοριστικό της έννοιας του νέου πειθαρχικού παραπτώματος της χαρακτηριστικώς ανάξιας και αναξιοπρεπούς συμπεριφοράς εντός και εκτός υπηρεσίας, ώστε να μην μπορεί να υπαχθεί στο αδίκημα κάθε συμπεριφορά είτε αφορά στον ιδιωτικό είτε στον υπηρεσιακό βίο του υπαλλήλου. Είναι χαρακτηριστικό, ότι το εν λόγω πειθαρχικό αδίκημα, είναι στην πραγματικότητα αδίκημα «σκούπα», που στην πράξη έχει χρησιμοποιηθεί για να καλύψει πολλαπλές εκφάνσεις τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου βίου των υπαλλήλων.
- Το ότι συμπεριφορές, που άπτονται του ιδιωτικού βίου του υπαλλήλου δεν μπορούν να αποτελούν πειθαρχικά παραπτώματα και σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να οδηγούν σε θέση του σε αυτοδίκαιη αργία.
- Την ανάγκη αντιμετώπισης του διαλυτικού, για την ομαλή λειτουργία των σχολείων, φαινομένου της, άκριτης, παραπομπής για κάθε σοβαρή ή μη καταγγελία, που γίνεται εναντίον εκπαιδευτικών, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
- Την επιστροφή των αιρετών εκπροσώπων των εκπαιδευτικών στα πειθαρχικά συμβούλια αφού στην πραγματικότητα οι εν λόγω εκπρόσωποι βοηθούν και προάγουν το έργο των συμβουλίων μεταφέροντας την πραγματικότητα της δημόσιας διοικήσεως, τις παραμέτρους των δυσλειτουργιών, που υφίστανται στις υπηρεσίες και με τον τρόπο αυτό συμβάλλουν στην απόδοση ουσιαστικής δικαιοσύνης.