Το 70% των παιδιών που γεννήθηκαν τη δεκαετία του 1980 στην Ελλάδα πέτυχαν υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης από τους γονείς τους, ως αποτέλεσμα της σημαντικής διεύρυνσης του εκπαιδευτικού συστήματος τις τελευταίες 4 δεκαετίες στη χώρα. Με βάση τον συγκεκριμένο δείκτη απόλυτης διαγενεακής κινητικότητας στην εκπαίδευση, η Ελλάδα κατατάσσεται υψηλά σε διεθνείς κατατάξεις (10η θέση ανάμεσα σε 36 οικονομίες υψηλού εισοδήματος).
Τα παραπάνω αναφέρονται μεταξύ άλλων σε μελέτη του ΙΟΒΕ με θέμα «Κοινωνικο-οικονομικoί παράγοντες που καθορίζουν τις επιδόσεις και τα επαγγελματικά σχέδια των μαθητών στην Ελλάδα». Η μελέτη έχει ως στόχο την αξιολόγηση του ρόλου του κοινωνικοοικονομικού υπόβαθρου στις γνωστικές επιδόσεις και τα μελλοντικά σχέδια των μαθητών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα, σε ένα διαχρονικό και συγκριτικό με άλλες χώρες πλαίσιο. Για τον σκοπό αυτό, αξιοποιήθηκε μεγάλο εύρος δεδομένων από το Πρόγραμμα για τη Διεθνή Αξιολόγηση Μαθητών (PISA) του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ).
Τα κύρια ευρήματα της μελέτης συνοψίζονται επίσης στα εξής σημεία:
- Η διεύρυνση του εκπαιδευτικού συστήματος δεν οδήγησε σε σημαντική μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων. Η πιθανότητα ένα παιδί που γεννήθηκε από γονείς με σχετικά χαμηλό μορφωτικό επίπεδο (στο κάτω μισό της κατανομής) να λάβει πολύ υψηλό μορφωτικό επίπεδο (δηλ. να βρεθεί στο υψηλότατο τεταρτημόριο της κατανομής) περιορίζεται σε 14% στην Ελλάδα. Με βάση τη συγκεκριμένη πιθανότητα, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 31η ανάμεσα σε 36 οικονομίες υψηλού εισοδήματος.
- Οι επιδόσεις των 15χρονων μαθητών στο Πρόγραμμα PISA αλλά και τα μελλοντικά τους σχέδια συσχετίζονται με την κοινωνικοοικονομική θέση των γονέων, η οποία διοχετεύεται στα παιδιά κυρίως μέσω πολιτιστικών και εκπαιδευτικών οδών και αγαθών, του βαθμού γονεϊκής συναισθηματικής υποστήριξης, αλλά και μέσω του τύπου των σχολείων στα οποία φοιτούν οι μαθητές (δημόσια ή ιδιωτικά).
- Το μεταναστευτικό υπόβαθρο των μαθητών και οι εμπειρίες σχολικού εκφοβισμού παρουσιάζουν σημαντικές αρνητικές συσχετίσεις με τα γνωστικά αποτελέσματα και τα σχέδια των μαθητών για το μέλλον.
- Αποκαλύφθηκαν επίσης διαφορές ανά γνωστικό πεδίο ανάλογα με το φύλο. Το γεγονός αυτό αποτελεί ένδειξη ότι ο τομεακός διαχωρισμός στην εκπαίδευση και την απασχόληση μεταξύ ανδρών και γυναικών ξεκινά από πολύ μικρή ηλικία.
- Στην Ελλάδα, η σχέση μεταξύ του κοινωνικοοικονομικού υπόβαθρου και των επιδόσεων των μαθητών είναι εμφανής και γενικά σταθερή διαχρονικά.
- Συγκρινόμενη με άλλες χώρες της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση όσον αφορά τη σχέση μεταξύ των κοινωνικοοικονομικών χαρακτηριστικών των μαθητών και των επιδόσεών τους στο Πρόγραμμα PISA.
- Στον σχετικά χαμηλό βαθμό διαγενεακής κινητικότητας που παρατηρείται στη χώρα σημαντική συνεισφορά έχουν κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες που επιδρούν στην πορεία των μαθητών μετά την ολοκλήρωση του υποχρεωτικού κύκλου εκπαίδευσης. Σε αυτούς τους παράγοντες ενδέχεται να περιλαμβάνονται οι υψηλές δαπάνες για φροντιστήρια για είσοδο σε πανεπιστημιακές σχολές υψηλής ζήτησης και για μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό, ο ενισχυμένος ρόλος των κοινωνικών δεσμών των γονέων για την εξασφάλιση της εισόδου των παιδιών τους στην αγορά εργασίας και η ιδιαίτερη δομή της ελληνικής οικονομίας (υψηλό μερίδιο οικογενειακών επιχειρήσεων, επαγγελματικών γραφείων και αυτοαπασχολούμενων).
- Η δυσκολότερη είσοδος σε επαγγέλματα υψηλού εισοδήματος στην Ελλάδα αντανακλάται στο χαμηλό επίπεδο των σχετικών φιλοδοξιών που καταγράφουν οι 15χρονοι μαθητές στη χώρα. Μόλις το 22,9% των μαθητών στην Ελλάδα δηλώνουν ότι σκοπεύουν να ακολουθήσουν ένα από αυτά τα επαγγέλματα, έναντι 30,1% κατά μέσο όρο στον ΟΟΣΑ. Με βάση το συγκεκριμένο ποσοστό, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 36η θέση, ανάμεσα σε 42 χώρες μέλη του ΟΟΣΑ και ΕΕ.
Από τα ευρήματα της μελέτης προκύπτει ότι το εκπαιδευτικό σύστημα θα μπορούσε να ωφεληθεί από μια σειρά παρεμβάσεων που θα έχουν ως στόχο την άμβλυνση των παρατηρούμενων ανισοτήτων στις επιδόσεις του μαθητικού πληθυσμού στην Ελλάδα. Απώτερο στόχο αποτελεί η ενίσχυση της διαγενεακής κινητικότητας στην εκπαίδευση αλλά και ευρύτερα, ώστε οι μαθητές να απολαμβάνουν ισότιμες προοπτικές για το μέλλον τους ανεξάρτητα από το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο των γονιών τους.
Στο πλαίσιο αυτό, η μελέτη καταλήγει σε μια σειρά προτάσεων-προτεραιοτήτων πολιτικής, στις ακόλουθες κατευθύνσεις:
- Σχεδιασμός ή επέκταση προγραμμάτων με στόχο την παροχή κινήτρων για την απόκτηση εκπαιδευτικών και πολιτιστικών αγαθών στο επίπεδο του νοικοκυριού.
- Αποτελεσματική εφαρμογή οικογενειακών πολιτικών για την περαιτέρω ενίσχυση της ισορροπίας μεταξύ επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής.
- Δημιουργία υπηρεσιών ψυχοκοινωνικής υποστήριξης πλήρους απασχόλησης στο επίπεδο του σχολείου, με την παράλληλη ανάπτυξη και εφαρμογή αποτελεσματικών πρωτοκόλλων ενάντια του εκφοβισμού και επιμόρφωση των εκπαιδευτικών.
- Αναβάθμιση των εκπαιδευτικών υπηρεσιών των δημόσιων σχολείων (χαρτογράφηση των αναγκών σε ανθρώπινο δυναμικό και υποδομές σε εθνικό επίπεδο, αξιολόγηση εκπαιδευτικού υλικού και υπηρεσιών, παροχή πρόσθετων εκπαιδευτικών πόρων σε σχολεία με χαμηλές επιδόσεις).
- Επαρκή και αποτελεσματικά προγραμμάτων επαγγελματικού προσανατολισμού σε όλα τα σχολεία με στόχο την προετοιμασία των μαθητών έναντι των σύγχρονων προκλήσεων στην αγορά εργασίας, την καταπολέμηση του τομεακού διαχωρισμού με βάση το φύλο και την υποστήριξη και καθοδήγηση των παιδιών από ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.
Η μελέτη παρουσιάστηκε πρόσφατα και ακολούθησε συζήτηση που συμμετείχαν ο Γιάννης Αντωνίου, πρόεδρος του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, ο Αποστόλης Δημητρόπουλος, πρώην γενικός γραμματέας Ανώτατης Εκπαίδευσης στο Υπουργείο Παιδείας, η Χρύσα Σοφιανοπούλου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Χαροκόπειου Πανεπιστημίου και Εθνική Συντονίστρια του προγράμματος PISA, ενώ τη συζήτηση συντόνισε ο Νίκος Βέττας, γενικός διευθυντής ΙΟΒΕ & καθηγητής Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.