Η κακοκαιρία Μπάρμπαρα έφερε πολλά χιόνια στη χώρα, ακόμη και στην Αττική και, όπως σημειώνει ο μετεωρολόγος Κλέαρχος Μαρουσάκης, «όλο λέμε θα τελειώσει μα αυτή η κακοκαιρία συνεχίζει να επιμένει όπως και το 2002 που περιμέναμε τη βελτίωση μα αυτή δεν ερχόταν. Ευτυχώς που τα χιονοκύματα περιορίστηκαν στο υπερβόρειο κομμάτι του νομού Αττικής γιατί αλλιώς η κατάσταση θα ήταν πολύ δύσκολη».
Σε ανάρτησή του στο Facebook, ο Κλέαρχος Μαρουσάκης συνεχίζει: «Μια κακοκαιρία λοιπόν που έφερε τα χιόνια και πάνω στο κύμα της θάλασσας, έντυσε στα λευκά έστω και για λίγο το κέντρο της Αθήνας, οδήγησε στο “άνοιξε – κλείσε” πολλές κεντρικές αρτηρίες, ΄”έθαψε” κυριολεκτικά στο χιόνι σε πρώτο βαθμό πολλές εκτάσεις της Εύβοιας ακολουθώντας στη συνέχεια Βίλια, Βόλος, θήβα όπως και άλλες περιοχές, έφερε τα πολλά χιόνια στα υπερβόρεια της Αττικής ακόμα και χαμηλά στην Κρήτη. Αυτή η κακοκαιρία είχε από χιονοχάλαζο μέχρι χιονοκαταιγίδες και θυελλώδεις ανέμους και την οποία εδώ και πολύ καιρό εντοπίσαμε με αρκετά καλή ακρίβεια με τις αστοχίες βέβαια στην πορεία να μην μπορούν να αποφευχθούν όπως άλλωστε συμβαίνει σε κάθε κύμα κακοκαιρίας ιδιαίτερα όταν αυτό εμφανίζει μεγάλη ένταση και γρήγορες αλλαγές στο χρόνο και το χώρο.
Η “Barbara” λοιπόν σταδιακά μας αφήνει με την ελπίδα να μην ακολουθήσει στο μέλλον ο “Barberis” και το λέω αυτό σαφώς χιουμοριστικά σε πρώτη ανάγνωση, σαν δεύτερη όμως πιο σοβαρή προσέγγιση πιστεύω ότι το μεγάλο διάστημα καλοκαιρίας που τόσο ευχαριστηθήκαμε, ίσως μας αφήσει γλυκό – πικρη γεύση για το μέλλον από θέμα κακοκαιριών όχι τόσο ως προς τη συχνότητα εμφάνισής τους, αλλά κυρίως ως προς την ένταση τους. Με άλλα λόγια μπορεί να δούμε λίγες κακοκαιρίες μέχρι ο Χειμώνας να παραδώσει κι επίσημα τη σκυτάλη, αυτές όμως μπορεί να αποδειχθούν επικίνδυνες. Κι αυτό δεν βασίζεται σε διαίσθηση, αλλά σε μελέτη μοντέλων που μας δείχνουν λίγο πιο μακριά τον καιρό.
Όπως και να έχει θα είμαστε εδώ από την πλευρά μας για να εντοπίσουμε όσο πιο έγκαιρα και έγκυρα τα ενδεχομένως ισχυρά κύματα των κακοκαιρίων με την ελπίδα την επόμενη φορά να μην υπάρχει τόσος “θόρυβος” ώστε να ακούσουν αυτοί που ενδιαφέρονται να ακούσουν και δεν τους νοιάζει να βρεθούν στην πρώτη γραμμή του αθλήματος που ακούει στο όνομα “κριτική”».