Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις ενοικιαστών εμπορικών ακινήτων που καταφεύγουν στη δικαιοσύνη για να διαπραγματευτούν τα ενοίκια τους καθώς θεωρούν ότι, εν μέσω κρίσης και με τον τζίρο να βυθίζεται όλο και περισσότερο, δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στους όρους του συμβολαίου που υπέγραψαν κάποια χρόνια πριν.
Επικαλούμενοι κυρίως τη δεινή τους οικονομική θέση και με βασικό επιχείρημα ότι πέριξ της επιχείρησής τους τα εμπορικά μισθώματα έχουν μειωθεί, καταφεύγουν στα δικαστήρια για να ανατρέψουν όσα έχουν συμφωνηθεί κάποιες καλύτερες εποχές και δεν μπορούν να υλοποιηθούν υπό συνθήκες βαθιάς κρίσης.
Εάν λοιπόν ο εκμισθωτής μιας επαγγελματικής στέγης αρνείται να ακούσει την έκκληση του μισθωτή του για βοήθεια, παγώνοντας τη συμφωνηθείσα αναπροσαρμογή ή ακόμη και μειώνοντας το καταβαλλόμενο μίσθωμα, τότε έρχεται η δικαιοσύνη να υποκαταστήσει τη συναίνεση του ιδιοκτήτη.
Εάν πάλι θεωρούν ότι δεν μπορούν να κερδίσουν τη δίκη (κάθε περίπτωση αντιμετωπίζεται ξεχωριστά από τα δικαστήρια) τότε εκμεταλλεύονται την νομοθετική ρύθμιση του υπουργείου Οικονομικών, που δίνει τη δυνατότητα στους ενοικιαστές να «σπάσουν» έως το 2012 κλειστά μισθωτήρια συμβόλαια έναν χρόνο μετά την πρώτη μίσθωση, καταβάλλοντας ως ποινή μισθώματα τριών μηνών.
Τι ίσχυε για τα εμπορικά μισθώματα
Με το προηγούμενο καθεστώς για να «σπάσει» κάποιος το συμβόλαιό του θα έπρεπε να είχε μείνει τουλάχιστον δύο χρόνια στην επαγγελματική στέγη την οποία είχε μισθώσει, και μάλιστα να είχε προειδοποιήσει τον ιδιοκτήτη του ακινήτου έξι μήνες μετά το πέρας των δύο ετών. Σε αυτή την περίπτωση θα πλήρωνε ως ποινή μισθώματα τεσσάρων μηνών.
Τι ισχύει τώρα
Πλέον, ο χρόνος μέσα στον οποίο χρειάζεται να προειδοποιήσει τον ιδιοκτήτη του ο ενοικιαστής έχει μειωθεί σε έναν μήνα. Άρα το συμβόλαιο μπορεί να ακυρωθεί ύστερα από έναν χρόνο μίσθωσης του ακινήτου καταβάλλοντας ως ποινή αποχώρησης τρία ενοίκια, εφόσον μετά τον πρώτο χρόνο μίσθωσης, δοθεί ο απαραίτητος χρόνος προειδοποίησης.