Ο Άρειος Πάγος με την υπ’ αριθμ. 201/2010 απόφασή του έκρινε ότι από τα δικαστήρια πρέπει όταν ρυθμίζονται θέματα γονικής μέριμνας να συνεκτιμάται και η γνώμη του τέκνου.
Συγκεκριμένα, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι το αρμόδιο δικαστήριο, προκειμένου επί διακοπής της συμβιώσεως των συζύγων, να ρυθμίσει τη γονική μέριμνα, πρέπει να ζητεί και να συνεκτιμά και τη γνώμη του τέκνου, εφόσον κρίνει ότι έχει την απαιτούμενη ωριμότητα. Δηλαδή, έχει την ικανότητα να αντιληφθεί το συμφέρον του.
Για την κρίση του δε αυτή, ως προς την ύπαρξη ή μη τέτοιας ωριμότητας, που σχηματίζεται από την ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε ειδική αιτιολογία απαιτείται, ούτε αναιρετικός έλεγχος επιτρέπεται, αφού αυτή αποτελεί εκτίμησης πραγματικού γεγονότος, προσθέτει ο Άρειος Πάγος.
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, μετά τη λύση του γάμου κρίθηκε από τα δικαστήρια ότι για το συμφέρον του επτάχρονου ανήλικου παιδιού επιβάλλεται να παραμείνει με τη μητέρα του στην Ελλάδα, χωρίς ωστόσο να ζητηθεί η γνώμη του παιδιού.
Το Εφετείο έκρινε ότι λόγω της ηλικίας του δεν έχει την δυνατότητα να αντιληφθεί το πραγματικό συμφέρον του και να εκφράσει τη γνώμη του με ποιόν από τους δύο γονείς επιθυμεί να παραμείνει.
Το Εφετείο εν συνεχεία απέρριψε την αγωγή του πατέρα που ζητούσε να του ανατεθεί αποκλειστικά η επιμέλεια του ανήλικου παιδιού.
Παράλληλα, ο Άρειος Πάγος με την υπ’ αριθμ. 204/2010 απόφασή του αποφάσισε ότι για να μην είναι αόριστη η αγωγή «περί διατροφής τέκνου», πρέπει να αναφέρονται σ’ αυτήν «η αδυναμία του ανηλίκου τέκνου να διατρέφει τον εαυτό του από τα εισοδήματα της περιουσίας ή από το προϊόν της εργασίας του, τα περιουσιακά στοιχεία του εναγομένου γονέα και το χρηματικό ποσό που χρειάζεται το τέκνο για την διατροφή του, με βάση τις ανάγκες του, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής του, χωρίς να απαιτείται να εκτίθενται και οι οικονομικές δυνάμεις του άλλου γονέα».