Το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα, δεν είχε φανεί τυχερό για την ελληνική οικονομία. Ο προηγούμενος αιώνας τής είχε κληροδοτήσει τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο των Μεγάλων Δυνάμεων, με περιορισμούς στη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική, βαρύτατα χρέη και απώλεια της εκμετάλλευσης των κρατικών μονοπωλίων. Τη σύνδεση της δραχμής με τον «κανόνα του χρυσού» το 1910, ακολούθησαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, που αυξήσανε μεν το έδαφος της επικράτειας, αλλά πληρώθηκαν με βαρύτατο τίμημα αίματος. Ακολουθεί η διάσπαση της χώρας με το Κίνημα της Θεσσαλονίκης, η εμπλοκή της Ελλάδας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η εκστρατεία στην Κριμαία, ο ελληνοτουρκικός πόλεμος και η Μικρασιατική Καταστροφή, ο Εθνικός Διχασμός, η «επίσημος αγχόνη του Παγκάλου», η ευρωπαϊκή νομισματική κρίση. Στα τέλη του 1926, η οικουμενική κυβέρνηση του Αλεξάνδρου Ζαΐμη, με υπουργό Οικονομικών τον Γεώργιο Καφαντάρη, είχε μπροστά της αναμφίβολα, ένα τεράστιο έργο να πραγματοποιήσει.
Στο άρθρο που δημοσιεύει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, η ανόρθωση και ο εκσυγχρονισμός της ελληνικής οικονομίας ταυτίζεται στα 1927 με το εγχείρημα της «σταθεροποίησης», δηλαδή της επανασύνδεσης της δραχμής με τον «κανόνα του χρυσού» -τη μόνη ενιαιοποιητική βάση για τα νομίσματα της εποχής. Η σταθεροποίηση προϋπέθετε, ωστόσο, μία ευνοϊκή εκκαθάριση των πολεμικών χρεών και έναν ισοσκελισμένο Προϋπολογισμό που θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τα χρέη του παρελθόντος. Πράγματι, η Ελλάδα με υπουργό Οικονομικών τον Γ. Καφαντάρη, θα παρουσιάσει το 1927 τον πρώτο πλεονασματικό Προϋπολογισμό μετά από πολλά χρόνια, με πλεόνασμα 550 εκατ. δρχ (1,46 εκατ. λίρες Αγγλίας), και την ελπίδα να εξασφαλίσει ένα γενναίο δάνειο για την οικονομική διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος που είχε προκύψει. Η αντίρρηση σ’ αυτό θα ερχόταν το καλοκαίρι του ’27 από τη φίλη και σύμμαχο Γαλλία.
Από το 1914 και μέχρι και τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Σύμμαχοι της Αντάντ δάνειζαν τις ελληνικές κυβερνήσεις και τις προμήθευαν με πολεμικό υλικό, προκειμένου να εξασφαλίσουν την ενεργό συμμετοχή της Ελλάδας στο πλευρό τους. Η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο έχοντας λάβει περί τα 54 εκατ. χρυσά φράγκα (σε αξία του 1927 μαζί με τους τόκους), από τα οποία χρηματοδοτήθηκε και η ξεχωριστή κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη το 1916. Η λήξη του πολέμου συνοδεύεται και από μια δεύτερη χρηματοδότηση 89,2 εκατ. χρυσών φράγκων, από τα οποία χρηματοδοτήθηκε η εκστρατεία του ελληνικού σώματος ενάντια στους Μπολσεβίκους της Κριμαίας το 1919. Η μεγαλύτερη οφειλή ωστόσο, αφορούσε πολεμικό υλικό αξίας 539,8 εκατ. φράγκων, που παραχωρήθηκε στην Ελλάδα απ’ τη Γαλλία το ’18, με τον ευνοϊκό μάλιστα όρο να αποπληρωθεί, «λαμβανομένης υπόψιν της οικονομικής δυνατότητος της Ελλάδος».
Οι γαλλικές πολεμικές αξιώσεις συνολικά, έφταναν λοιπόν τα 704,6 εκατ. χρυσά φράγκα. Είχε ωστόσο και η Ελλάδα απαιτήσεις απέναντι στη Γαλλία: Προκειμένου να αποφύγουν την ανάλωση συναλλάγματος κατά τη διάρκεια του Πολέμου, οι Αγγλογάλλοι είχαν ζητήσει από την Ελλάδα να διαθέσει δικά της κεφάλαια για την τροφοδοσία των στρατευμάτων τους στη Μακεδονία -και η Εθνική Τράπεζα (τότε και εκδοτική τράπεζα της Ελλάδας) είχε εκδώσει τραπεζογραμμάτια για τις ανάγκες της Γαλλίας, ύψους 409 εκατ. χρυσών δραχμών. Ύστερα, υπήρχαν οι ζημίες που είχε υποστεί η Ελλάδα και το ναυτικό της από τη δράση των συμμαχικών στρατευμάτων -ζημίες που, επιμεριζόμενες για τη Γαλλία, υπολογίστηκαν σε 666 εκατ. χρυσές δραχμές.
Εξάλλου, μπαίνοντας η Ελλάδα στον Μεγάλο Πόλεμο, είχε εξασφαλίσει την υπό προϋποθέσεις δυνατότητα πιστώσεων από την Αγγλία, τη Γαλλία και τις ΗΠΑ, ύψους 10 εκατ. λιρών από την κάθε χώρα. Στην πράξη, η ελληνική κυβέρνηση είχε κάνει χρήση μέρους των αγγλοαμερικανικών πιστώσεων αφήνοντας άθικτες τις γαλλικές -αλλά με πρόφαση την επάνοδο του Κωνσταντίνου στον ελληνικό θρόνο, οι Σύμμαχοι είχαν αρνηθεί να καταβάλλουν τα υπόλοιπα, που στην περίπτωση της Γαλλίας ξεπερνούσαν τα 10 εκατ. λίρες (250 εκατ. χρυσά φράγκα σε όρους 1928).
Με δεδομένη την ισοτιμία της χρυσής δραχμής με το χρυσό φράγκο, οι ελληνικές αξιώσεις υπερέβαιναν το 1 δισ. χρυσά φράγκα, και ο λογαριασμός των ελληνογαλλικών χρεών ήταν πλεονασματικός για την Ελλάδα κατά τουλάχιστον 300 εκατ. χρυσά φράγκα -χωρίς να υπολογίσουμε τις δυνητικές πιστώσεις των 10 εκατ. λιρών που είχαν ήδη γραφτεί στα αζήτητα. Τα πράγματα στην πορεία, αποδείχθηκε πως δεν ήταν και τόσο απλά…
Ανοίγοντας τους λογαριασμούς
Η πρώτη υπόδειξη εκ μέρους της Γαλλίας για διακανονισμό των χρεών γίνεται τον Ιούλιο του 1927, κατά τη διάρκεια επίσκεψης του Γ. Καφαντάρη στο Παρίσι. Ο Γάλλος πρωθυπουργός Ρ. Πουανκαρέ ζητά «ταχείαν έναρξιν των διαπραγματεύσεων, τιθεμένου ως βάσεως εκτιμήσεως, του χρυσού». Η ελληνική απάντηση ήταν πως «το ζήτημα του χρυσού θα αποτελέσει αντικείμενον ερεύνης και θέμα των διαπραγματεύσεων» – μια θέση διόλου άστοχη όπως θα αποδειχθεί στη συνέχεια.
Με την επιστροφή του Καφαντάρη στην Ελλάδα, σημειώνεται τον Αύγουστο του ’27 κυβερνητική κρίση, με το Λαϊκό Κόμμα του Παναγή Τσαλδάρη να αποχωρεί από την οικουμενική κυβέρνηση του Ζαΐμη. Οι πολιτικές εξελίξεις δεν δίνουν τον απαραίτητο χρόνο για την καλύτερη δυνατή προπαρασκευή του ελληνικού αντιλόγου στις γαλλικές αξιώσεις. Και πριν οι Έλληνες διαπραγματευτές αναχωρήσουν για το Παρίσι, καταφθάνει στην Αθήνα ο απεσταλμένος της γαλλικής κυβέρνησης κ. Μαρέν, «για να θέση τις βάσεις της συνεννοήσεως».
Η Ελλάδα στη διαπραγμάτευση αντιπροσωπεύεται από τον τραπεζίτη Γ. Μαντζαβίνο και τον μετέπειτα πρωθυπουργό Ε. Τσουδερό, τότε υποδιοικητή της Εθνικής Τράπεζας. Με τις δύο πλευρές ν’ ανοίγουν τα χαρτιά τους, ο Μαρέν επιτυγχάνει την πρώτη του διαπραγματευτική νίκη, επικαλούμενος το προηγούμενο τού διακανονισμού των ελληνοβρετανικών χρεών, όπου η Ελλάδα είχε μειώσει τις αξιώσεις της για ζημίες από τη δράση των βρετανικών στρατευμάτων στο ελληνικό έδαφος. Με εφαρμογή της αντίστοιχης έκπτωσης στις γαλλικές οφειλές, οι ελληνικές απαιτήσεις κατρακυλούν από τα 666 εκατ. χρυσών δραχμών στα 139 εκατ., καθιστώντας πλέον την Ελλάδα από πιστωτή της Γαλλία σε χρεώστη. Και με το επιχείρημα ότι η Γαλλία δεν θα ήταν δυνατόν να πληρώσει για ζημίες που είχαν υπάρξει κατά τη διάρκεια της επίσημης συμμετοχής και της Ελλάδας στον Πόλεμο, ο Μαρέν πετυχαίνει μία ακόμα έκπτωση, μειώνοντας το ποσόν των αποζημιώσεων στα 68,4 εκατομμύρια.
Τον Σεπτέμβριο του 1927, λοιπόν, η Ελλάδα προκύπτει οφειλέτης της Γαλλίας κατά 228 εκατ. χρυσά φράγκα (ή χρυσές δραχμές), τα οποία η Γαλλία δέχεται να αποπληρωθούν μετά από 62 χρόνια. Για την ακρίβεια, όχι απλώς το δέχεται, αλλά το αξιώνει.
Με τις εκπτώσεις και τον υπολογισμό όλων των χρεών σε χρυσό, ο λογαριασμός πέφτει βαρύς στους ώμους του Γ. Καφαντάρη. Υπάρχουν ωστόσο και ποιοτικές παράμετροι στην όλη διαπραγμάτευση: Οι προκαταβολές της Εθνικής Τράπεζας προς τα γαλλικά στρατεύματα, συνολικού ύψους 408 εκατ. χρυσών φράγκων, θα έπρεπε βάσει της σχετικής συμφωνίας, να είχαν αποπληρωθεί τουλάχιστον δύο χρόνια μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου -κι αντί να συμβεί αυτό, η δραχμή κατέρρευσε στο πλαίσιο της Μικρασιατικής Εκστρατείας, ενώ η Γαλλία ακόμα χρωστούσε τις οφειλές. Ύστερα, το πολεμικό υλικό του 1918, αξίας 539,8 εκατ. φράγκων, θα έπρεπε να αποπληρωθεί μόλις η ελληνική οικονομία θα είχε τη δυνατότητα -όρος ασαφής, που παρέπεμπε σε πολιτική διαπραγμάτευση. Τέλος, υπήρχε και το πολιτικό ζήτημα του παγώματος των πιστώσεων των 10 εκατ. λιρών, που είχαν προβλεφθεί για την Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου, αλλά που η Ελλάδα δεν είχε έως τότε διεκδικήσει, λόγω των πολιτειακών της περιπετειών.
Ο εκβιασμός των εταίρων
Ο Γ. Καφαντάρης, προσπαθεί πλέον να πετύχει έναν αμοιβαίο συμβιβασμό που να διαγράφει πλήρως τα εκατέρωθεν χρέη, ζητώντας στην ανάγκη την προσφυγή σε διεθνή διαιτησία. Η Γαλλία, δεν θέλει ούτε να το ακούσει. Σε δύο του επιστολές μέσα σε μία εβδομάδα, τον Σεπτέμβριο του 1927, ο Πουανκαρέ δηλώνει ωμά και ρητά προς τον Έλληνα υπουργό πως μέχρι να υπογραφεί συμφωνία ανάμεσα στις δύο χώρες, η γαλλική κυβέρνηση δεν θα αφήσει την Τράπεζα της Γαλλίας να συνεργαστεί σε οποιοδήποτε άνοιγμα νέας πίστωσης προς την Ελλάδα, ενώ η γαλλική αγορά θα κλείσει για κάθε νέα έκδοση ελληνικών χρεογράφων.
«Ανεπιφυλάκτως και υπό τύπον και έκφρασι τελεσιγράφου, απεκρούετο πάσα σκέψις περί διαιτησίας» θα αναφέρει ο Γ. Καφαντάρης για τις επιστολές του Πουανκαρέ. Η κυβέρνηση της Γαλλίας «επ’ ουδενί λόγω» θα υπέγραφε οικονομικό σχέδιο για δανειοδότηση της Ελλάδας μέσω της Κοινωνίας των Εθνών.
Η απειλή αυτή ήταν βαρύτερη, καθώς η Γαλλία μετείχε της Διεθνούς Οικονομικής Επιτροπής στην οποία είχε υπαχθεί η Ελλάδα μετά τη χρεοκοπία του Τρικούπη. Ο Καφαντάρης, ωστόσο, δεν είχε λόγους για να ανησυχεί. Ο νόμος «περί του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου» που διείπε τη λειτουργία της ΔΟΕ προέβλεπε ότι οι αποφάσεις της θα λαμβάνονται με πλειοψηφία -και οι κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Ιταλίας είχαν υποσχεθεί πως δεν θα χρησιμοποιούσαν την ΔΟΕ για την επίλυση εκκρεμών διαφορών. Στη συνεδρίαση όμως της αρμόδιας Επιτροπής της ΚτΕ, τον Καφαντάρη περίμενε και η πρώτη ψυχρολουσία: Βρετανία και Ιταλία, δηλώνουν πως χωρίς την υπογραφή της Γαλλίας, δεν πρόκειται να υπογράψουν για τη χρηματοδότηση.
Ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών υποδεικνύει την αθέτηση των συμμαχικών διαβεβαιώσεων, μα του κάκου. «Μετά το πέρας της επισήμου συνεδριάσεως», οι αντιπρόσωποι της Αγγλίας και της Ιταλίας «έσπευσαν να μου εκφράσουν την αποδοκιμασίαν των δια την στάσιν της Γαλλίας, αλλά και να μου εξηγήσουν ταυτοχρόνως ότι δια λόγους γενικωτέρους, αι κυβερνήσεις αυτών δεν επεθύμουν να έλθουν εις προστριβάς μετά της γαλλικής» σημειώνει ο Γ. Καφαντάρης.
Ακολουθεί συνάντηση με τον υπουργό Οικονομικών της Βρετανίας. Εκεί, ο Γ. Καφαντάρης θα επιχειρήσει να χρησιμοποιήσει το χαρτί της απειλής αναστολής πληρωμών εκ μέρους της Ελλάδας, «οπότε και η παραμονή εντεύθεν, του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, θα απέβαινε περιττή». Ο Βρετανός υπουργός, ωστόσο, επανέλαβε πως ούτε ο ίδιος, ούτε ο Ιταλός ομόλογός του θα μπορούσαν να εγκρίνουν την ελληνική χρηματοδότηση.
Το ζήτημα παίρνει και πάλι αναβολή μέχρι τη νέα Σύνοδο της Κοινωνίας των Εθνών στο Παρίσι. Ο Καφαντάρης συναντιέται με εκπροσώπους του Σουηδικού πιστωτικού ομίλου Κρούγκερ, ο οποίος είχε προσφερθεί να υπογράψει δανειακή σύμβαση με την Ελλάδα. Οι δύο πλευρές κατέληξαν σε συμφωνία, η οποία ωστόσο στη συνέχεια αποκηρύχθηκε από τον πρόεδρο του Ομίλου, Ίβαρ Κρούγκερ, καθώς εκείνος διαπραγματευόταν με τη γαλλική κυβέρνηση το μονοπώλιο των σπίρτων στη Γαλλία.
Στο μεταξύ, οι Γάλλοι επανέρχονται με νέα πρόταση, για μείωση των ελληνικών οφειλών κατά 34 εκατ. χρυσά φράγκα σε σύνολο 228 εκατ. -την οποία απορρίπτουν οι Έλληνες διαπραγματευτές. Οι διαφορές μεταξύ των δύο χωρών μοιάζουν αγεφύρωτες. Στο μυαλό του Καφαντάρη, αρχίζει να ωριμάζει πλέον η σκέψη της αναβολής του εγχειρήματος της σταθεροποίησης της δραχμής κι η ιδέα της οικονομικής διαχείρισης του Προσφυγικού εκ των ενόντων. Τα στελέχη της Εθνικής Τράπεζας, ωστόσο, (Αλ. Διομήδης, Εμ. Τσουδερός) ασκούν παντού πιέσεις να υπάρξει υποχώρηση από ελληνικής πλευράς, προκειμένου να εξασφαλιστεί η σταθεροποίηση. Σε επιστολή του προς τον εκδότη Δ. Λαμπράκη, ο Εμ. Τσουδερός αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Ο Καφαντάρης φοβάται πολύ την κοινήν γνώμην, ότι δεν θα του συγχωρήσει έναν συμβιβασμόν ο οποίος θα συνεπήγετο την πληρωμήν εκ μέρους μας προς την Γαλλίαν οιουδήποτε ποσού (…) Ιδίως όμως πρέπει να εννοήση, ότι η δημοκρατική κοινή γνώμη δεν θα του συγχωρήση ποτέ το ναυάγιον της οικονομικής εξυγιάνσεως και την εχθρότητα της Γαλλίας. Την φιλίαν της Γαλλίας ας την εξαγοράσωμεν επί τέλους. (…) Η προσφυγή εις τυχοδιωκτικούς συνδυασμούς, δάνεια σουηδικά κλπ., θα είναι εξευτελισμός πολιτικός, όστις δεν λύει το οικονομικόν ζήτημά μας, ούτε μας απαλλάσσει τουλάχιστον της πληρωμής προς την Γαλλίαν. (…) Θα χρειασθή συστηματική και επίμονος εργασία εκ μέρους σας, ώστε να αποφασίση το ταχύτερον τον συμβιβασμόν με πληρωμάς ετησίας, ευτελείς σχετικώς…»
Πράγματι, ο υποδιοικητής της Εθνικής Τράπεζας, θεωρεί πως η Γαλλία είναι διατεθειμένη να προβεί σε αναδιάρθρωση του χρέους, ορίζοντας «δόσεις ευτελείς» για την εξυπηρέτησή του. Ο Πουανκαρέ, κάνει μια τελευταία προσφορά: Να αναγνωρίσει η Ελλάδα χρέος 178 εκατ. χρυσών φράγκων πληρωτέων σε 62 χρόνια και να αποσύρει τις αξιώσεις της -κάτι που ο Καφαντάρης αρνείται. Την ίδια ώρα, η Αγγλία διαμηνύει στον Καφαντάρη, πως θα στηρίξει το αίτημα του δανείου ανεξάρτητα απ’ τη στάση της Γαλλίας, εφόσον η Ελλάδα δηλώσει πως δέχεται τον αμοιβαίο συμψηφισμό των χρεών. Αυτό βεβαίως υπήρξε και η αρχική ελληνική πρόταση -με τη διαφορά ότι η αναγνώριση των χρεών πριν τον συμψηφισμό τους ήταν πρωτίστως ζήτημα διαπραγμάτευσης. Με τον Έλληνα υπουργό των Οικονομικών να ζητά πλέον συζήτηση του ελληνικού προβλήματος στην ημερήσια διάταξη της Κοινωνίας των Εθνών, η Γαλλία υποχώρησε συμφωνώντας σε ένα σχήμα αμοιβαίας προσφυγής στη διαιτησία. Με ποιούς όμως όρους;
Η ετεροβαρής συμφωνία για τη Διαιτησία
Η Γαλλία, τον Δεκέμβριο του 1927 συμφωνεί επιτέλους για μία προσφυγή στη διαιτησία. Ο «συμψηφισμός», ωστόσο, που έχουν ζητήσει οι εταίροι για να την αποδεχθούν αποδεικνύεται αρκετά ιδιόμορφος: Στη σχετική συμφωνία, η Γαλλία αναγνωρίζει πως οφείλει τις συμφωνημένες «κουρεμένες» αποζημιώσεις ύψους 68,4 εκατ. χρυσών φράγκων. Όμως, το χρέος της προς την Εθνική Τράπεζα για τις χρηματικές προκαταβολές των 408 εκατ. χρυσών δραχμών που είχαν δεχθεί τα γαλλικά στρατεύματα, δεν θα το πληρώσει εκείνη, αλλά η ίδια η Ελλάδα -και όποια υπόλοιπα έμεναν από τις συμφωνημένες γαλλικές πιστώσεις προς την Ελλάδα παραγράφονταν. Σε αντιστάθμισμα, η Γαλλία χάριζε στην Ελλάδα τις χρηματοδοτήσεις που της είχε δώσει από το 1914 μέχρι το 1919, αφήνοντας ως μόνο επίδικο της διαιτησίας, τα 539,8 εκατ. χρυσά φράγκα του πολεμικού υλικού του ’18. Ο διαιτητής θα είχε τη δυνατότητα να δεχθεί ολόκληρο το χρέος αυτό, να το «κουρέψει», ή να το απορρίψει εξ ολοκλήρου, λαμβάνοντας υπόψη το βάθος των ελληνικών υποχωρήσεων.
Αν ο διαιτητής αποφάσιζε να σβήσει πλήρως το χρέος του 1918, θα μπορούσε πράγματι να καταστήσει την Ελλάδα πιστωτή της Γαλλίας κατά 311,6 εκατ. χρυσά φράγκα. Αυτό θα είναι και το επιχείρημα του Καφαντάρη μέχρι το τέλος. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η δυνατότητα της διαιτησίας να απορρίψει το σύνολο των γαλλικών απαιτήσεων ήταν μάλλον υπόθεση εργασίας παρά πραγματικό ενδεχόμενο.
Με τη συμφωνία αυτή η ελληνική οικονομία μπαίνει στο έτος 1928 και θα λάβει μέσω της Κοινωνίας των Εθνών την ενίσχυση των 9 εκατ. αγγλικών λιρών που επιθυμούσε για την αποκατάσταση των Μικρασιατών και Ποντίων προσφύγων. Η διαιτησία, ωστόσο, θα ματαιωθεί από ελληνικής πλευράς, καθώς στο πολιτικό προσκήνιο επανέρχεται ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Ο Βενιζέλος ανατρέπει τη συμφωνία
Ο Ε. Βενιζέλος επιστρέφει το 1927 στην Ελλάδα από την αυτοεξορία του στο Παρίσι και κατατάσσεται ως απλό μέλος στο κόμμα των Προοδευτικών Φιλελευθέρων του οποίου ηγείτο ο Γ. Καφαντάρης. Ο μεγάλος Κρητικός, ωστόσο, δεν είναι από εκείνους που αντέχουν για πολύ στο περιθώριο: Στα 1928, διασπά τους Προοδευτικούς και συγκροτεί εκ νέου το κόμμα των Φιλελευθέρων, με το οποίο και εκλέγεται πρωθυπουργός.
Μία από τις αφορμές για τη δημόσια διαφοροποίηση του Βενιζέλου και την τελική σύγκρουσή του με τον Καφαντάρη υπήρξε και ο διακανονισμός των ελληνογαλλικών χρεών. Επανερχόμενος στην κεντρική πολιτική σκηνή το 1928, ο Βενιζέλος παγώνει την προσφυγή στη διαιτησία και υπόσχεται ακύρωση της σχετικής σύμβασης και επαναδιαπραγμάτευση των οφειλών. Δύο χρόνια αργότερα, την 5η Απριλίου του 1930, θα φέρει στη Βουλή το νομοσχέδιο για την τελική διευθέτησή τους, με τη δική του σφραγίδα και υπογραφή.
Αν για τον Γ. Καφαντάρη, η λύση της διαιτησίας ήταν η καλύτερη δυνατή υπό τις συνθήκες που είχε αντιμετωπίσει, για τον Ε. Βενιζέλο υπήρξε «η χειρίστη». Όχι διότι ο Καφαντάρης δεν είχε πράγματι επιδοθεί σε έναν μεγάλο διπλωματικό αγώνα, αλλά διότι η εκκίνηση της όλης διαπραγμάτευσης, υπήρξε στρεβλή και επικίνδυνη: Ο Βενιζέλος κατηγορεί τον Καφαντάρη πως ουσιαστικά εμπιστεύτηκε το όλο εγχείρημα στην ηγεσία της -εκδοτικής- Εθνικής Τράπεζας και τον Τσουδερό, ο οποίος «εγκατέλειψε άνευ μάχης και άνευ οιασδήποτε καν συζητήσεως» τις μέχρι τότε θέσεις της Ελλάδας, θεωρώντας πως η επιδιωκόμενη σταθεροποίηση της δραχμής, «ήτο αξία πάσης θυσίας και της πλέον σημαντικής».
«Η σταθεροποίησις ήτο απαραίτητος, διότι ήτο η προϋπόθεσις της ισοσκελίσεως του Προϋπολογισμού» απαντά ο Καφαντάρης, «διότι άλλως αι θυσίαι του λαού θα ήσαν εγκληματικαί εάν εστηρίζαμεν την εξυγίανσιν του Προϋπολογισμού εις ασταθές νόμισμα».
Για τον Ε. Βενιζέλο, ωστόσο, το μοιραίο λάθος του Καφαντάρη ήταν η αποδοχή του χρυσού ως ενιαίας βάσης υπολογισμού των χρεών: Η συμφωνία του ’18 για την προμήθεια του πολεμικού υλικού δεν ανέφερε πουθενά ότι η αξία των 539 εκατ. φράγκων αφορούσε χρυσά φράγκα και όχι υποτιμημένα γαλλικά χαρτονομίσματα -ενώ, αντιθέτως, τα τραπεζογραμμάτια με τα οποία ενισχύθηκαν τα γαλλικά στρατεύματα επί ελληνικού εδάφους πληρώθηκαν σε δραχμές, όταν η δραχμή ήταν ακόμη σκληρό νόμισμα συνδεδεμένο με τον κανόνα του χρυσού και ισότιμο με το χρυσό φράγκο.
Τι σήμαινε αυτό στην πράξη; Εάν το χρέος της Γαλλίας απέναντι στην Εθνική Τράπεζα θεωρείτο χρέος ιδιωτικού χαρακτήρα, ο συμψηφισμός του με τα κρατικά πολεμικά χρέη της Ελλάδας δεν θα ήταν δυνατός -και η Γαλλία θα καλείτο να αποπληρώσει την οφειλή της σε χρυσό, ή σε αντίστοιχης αξίας νόμισμα. Με τον διακανονισμό του Καφαντάρη, όμως, η Ελλάδα καλείτο να καλύψει η ίδια τη ζημία αυτή της Τράπεζας, με μια δραχμή που είχε χάσει τα 4/5 της αξίας της σε σχέση με το 1919.
«Μόνος ρυθμιστής των διαφορών μεταξύ των κρατών είναι η καλή πίστις» απάντησε ο Γ. Καφαντάρης. Το χρέος για το πολεμικό υλικό των 539 εκατ. φράγκων, «αποτελείτο από υλικά τα οποία επρομηθεύθη η Γαλλία από το εξωτερικόν, δανεισθείσα και αναλαβούσα την εξόφλησιν αυτού εις νόμισμα υγιές».
Η Γαλλία αγόρασε από το εξωτερικό μονάχα ένα μέρος των πρώτων υλών για την πολεμική της βιομηχανία -αντέταξε ο Ε Βενιζέλος. Από κει και πέρα, η κατεργασία των πυρομαχικών «εγίνετο εις την Γαλλίαν, εντός γαλλικών εργοστασίων, με γαλλικές εργατικάς χείρας και υπό την τεχνικήν διεύθυνσιν Γάλλων».
«Αν επρόκειτο να αποβλέψωμεν εις την κατίσχυσιν των απόψεών μας, όχι δι’ επιβολής, αλλά δια των ηθικών παραγόντων, θα ήτο παραλογισμός να εμφανισθώμεν ενώπιον κρατών αμερολήπτων και να καταγγείλωμεν την Γαλλίαν δια τας πιέσεις εναντίον μας» απάντησε ο Γ. Καφαντάρης. «Η απαίτηση της Ελλάδας να πληρωθεί σε χρυσό και να πληρώσει σε χαρτί δεν θα ήταν δυνατόν να υποστηριχθεί βάσιμα, ούτε μπορούσε η συμφωνία Γαλλίας-Εθνικής Τράπεζας να θεωρείται ιδιωτική. Είναι ή δεν είναι περιουσία του κράτους το χαρτονόμισμα;» ρώτησε ο αρχηγός των Προοδευτικών.
«Η τράπεζα εξέδωκε το χαρτονόμισμα -δεν το εξέδωκε το κράτος» απάντησε ο Ε. Βενιζέλος. Από κει και πέρα, «η Γαλλία είχε γίνει ο σημαιοφόρος της ιδέας της διαιτησίας, ώστε της ήτο ηθικώς αδύνατον να εκτεθή εις τον κίνδυνον τού να καταγγελθεί δημοσία ως αρνουμένη να παραδεχθή αυτήν».
«Φρονώ και πιστεύω ότι δεν ηδυνάμην να είπω εις την Κοινωνίαν των Εθνών “παρατηρήσατε η Γαλλία κατά ποίον τρόπον θέλει να στραγγαλίση τα δίκαια της Ελλάδος”» απάντησε ο Γ. Καφαντάρης. «Αναμφισβητήτως εάν ενεφανιζόμην ούτω, θα κατεβαράθρωνα τα δίκαια της χώρας την οποίαν αντιπροσώπευον» συμπλήρωσε.
Το «κούρεμα» του χρέους
Μετά από δύο χρόνια σκληρών διαπραγματεύσεων και με εντονότατη αμφισβήτηση από τον Τύπο της αντιπολίτευσης, ο Ελευθέριος Βενιζέλος θα φέρει στην Ολομέλεια της Βουλής, τον Απρίλιο του 1930, τη δική του συμφωνία για τα ελληνογαλλικά χρέη. Σ’ αυτήν, η Ελλάδα εμφανίζεται οφειλέτης της Γαλλίας κατά 144.144.512 γαλλικά «φράγκα Πουανκαρέ» -ποσόν που αντιστοιχούσε σε 28,8 εκατ. χρυσά φράγκα και ποσοστό μόλις 16,2% επί της χαμηλότερης προσφοράς που είχε παρουσιάσει η Γαλλία επί Καφαντάρη. Και το ποσό αυτό, η Ελλάδα καλείτο να το εξοφλήσει σε 36 χρόνια.
Η διευθέτηση, βεβαίως, απείχε κατά πολύ των αρχικών ελληνικών αξιώσεων, που θέλαν τη Γαλλία οφειλέτη της Ελλάδας. Το τελικό ποσόν των 28,8 εκατ. χρυσών φράγκων, ωστόσο, πληρωτέων στο τρέχον γαλλικό νόμισμα, δεν έπαυε να αποτελεί ένα δραστικό «κούρεμα» κατά 83,8% των χαμηλότερων γαλλικών απαιτήσεων.
Η μεγαλύτερη επιτυχία της διαπραγμάτευσης του Ε. Βενιζέλου, ωστόσο, δεν ήταν το κούρεμα καθαυτό, αλλά η αύξηση του ποσοστού που θα ελάμβανε η Ελλάδα από τις πολεμικές επανορθώσεις των ηττημένων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου -μιαν αύξηση που ο Βενιζέλος εξασφάλισε, ακριβώς με πρόσχημα την ανάγκη αποπληρωμής των πολεμικών χρεών της Ελλάδας.
Διακρίνοντας πως η Βρετανία και η Γαλλία είχαν εμπλακεί σε έναν ανταγωνισμό πολιτικής επιρροής απέναντι στους ηττημένους, και ήδη προέβαιναν η καθεμία για λογαριασμό της σε εκπτώσεις προς την Γερμανία και τους συμμάχους της, ο Βενιζέλος διεκδίκησε με επιμονή και πέτυχε, στη Διάσκεψη της ΚτΕ στη Χάγη το 1929, να εξαπλασιάσει το ποσοστό των αποζημιώσεων που θα ελάμβανε η Ελλάδα από τις «ανατολικές επανορθώσεις», από 12,7% που της επιμεριζόταν αρχικά σε 76,73%.
Με τον τρόπο αυτό, ο Βενιζέλος υπερκάλυψε τα πολεμικά χρέη της Ελλάδας που εκκρεμούσαν προς τη Βρετανία, τις ΗΠΑ και τη Γαλλία, ύψους 8,17 εκατ. λιρών, καθώς η Ελλάδα λάμβανε από τη Γερμανία, τη Βουλγαρία, την Ουγγαρία και την Τσεχοσλοβακία συνολικά περίπου 16,7 εκατ. λίρες Αγγλίας. Η οικονομική βελτίωση της δανειακής θέσης της Ελλάδας υπήρξε θεαματική, χωρίς να προκύψει ρήξη των σχέσεων της Ελλάδας με τους εταίρους της, αν και στην τελική φάση της διαπραγμάτευσής του, ο Έλληνας πρωθυπουργός όντως απείλησε να καταγγείλει τη Γαλλία στη γενική συνέλευση της Κοινωνίας των Εθνών. Επί της ουσίας, πάντως, η διευθέτηση κάλυπτε μονάχα κατά 35% το χρέος της Γαλλίας προς την Εθνική Τράπεζα, ενώ δεν κάλυπτε την απώλεια των πολεμικών πιστώσεων που είχαν επιμεριστεί για την Ελλάδα, αλλά ουδέποτε εισπράχθηκαν. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, ο ηγέτης του Λαϊκού Κόμματος, Παναγής Τσαλδάρης, προέβη στην πικρή διαπίστωση πως «όλαι αι δυνάμεις επληρώθησαν όλα τα χρέη των, έμεινε δε εις αυτάς και ένα ποσόν, εις άλλας περισσότερον και εις άλλας ολιγώτερον, μεταξύ 13,5 και 63% -ενώ εις ημάς, όχι μόνον δεν θα μείνη ουδέ οβολός πέραν των χρεών μας, αλλά τουναντίον, ουδέ αυτά τα χρέη μας εξοφλούνται».