Τους λόγους για τους οποίους το το Δικηγορικό Σώμα οργανώνει πανελλαδικό δημοψήφισμα στις 2 και 3 Δεκεμβρίου για το νομοσχέδιο του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας παραθέτει σε ανακοίνωση της η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας. Όπως επισημαίνουν «για πρώτη φορά, καλούνται όλοι οι Δικηγόροι της Ελλάδας να πάρουν θέση για ένα νομοσχέδιο που βάλει ευθέως κατά της κοινωνίας και των δικαιωμάτων των πολιτών» και τονίζουν ότι «γνώμονας της πρωτοβουλίας αυτής είναι όχι μια κακώς εννοούμενη διεκδίκηση ιδίων επαγγελματικών συμφερόντων, αλλά η προάσπιση της ορθής και δίκαιης απονομής της δικαιοσύνης στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου».
Όπως αναφέρει στην ανακοίνωση της Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας:
«Οι Δικηγόροι, με αίσθημα ευθύνης έναντι του λειτουργήματός τους, αλλά και του θεσμικού τους ρόλου, αντιλέγουν σε βασικές διατάξεις του νομοσχεδίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που κατατέθηκε πρόσφατα στη Βουλή. Ενός νομοσχεδίου που αφορά τον κάθε πολίτη, συνεπάγεται επιπτώσεις στην άσκηση θεμελιωδών δικαιωμάτων του, επιδρά καθοριστικά στην πραγμάτωση του δικαίου» αναφέρουν σχετικά και υπογραμμίζουν:
«1. Αγνοήθηκαν πλήρως οι εμπεριστατωμένες παρατηρήσεις και προτάσεις της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας, η ομόφωνη σχεδόν απόφαση της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου, οι ανάλογου περιεχομένου αποφάσεις των διοικητικών Ολομελειών των μεγάλων Δικαστηρίων της χώρας, επί του νομοσχεδίου κατά το στάδιο της «δημόσιας διαβούλευσης». Μια «διαβούλευση» που ήταν τελικώς άκρως προσχηματική.
2. Με τις προτεινόμενες αλλαγές στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και τους πλειστηριασμούς ακινήτων καταργούνται βασικά ένδικα μέσα και προβλέπονται ασφυκτικές προθεσμίες. Ενισχύονται τα προνόμια των Τραπεζών και περιορίζονται τα δικαιώματα εργαζομένων, δημοσίων υπαλλήλων, ασφαλιστικών οργανισμών κ.α. Ειδικότερα, ο επανακαθορισμός της σειράς κατάταξης των δανειστών στον πίνακα γενικών προνομίων και η κατάργηση της ισχύουσας πρόβλεψης για τη διαίρεση του πλειστηριάσματος σε ποσοστά, ευνοεί αποκλειστικά τις Τράπεζες, σε βάρος κάθε άλλου δανειστή, συμπεριλαμβανομένου του Δημοσίου και των φορέων κοινωνικής ασφάλισης.
Η ανωτέρω διαπίστωση περί της προνομιακής μεταχείρισης των Τραπεζών απαντά σαφώς και στην έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους: «Από τις προτεινόμενες διατάξεις ενδέχεται να προκληθεί απώλεια εσόδων του Δημοσίου και των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, λόγω της αποδυνάμωσης των ισχυόντων σήμερα προνομίων τους στις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης»! Τούτο ομολογούν δημόσια και οι αρμόδιοι Υπουργοί Οικονομικών και Δικαιοσύνης: «Η εν λόγω απώλεια εσόδων θα αναπληρώνεται από άλλες πηγές εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού και των ανωτέρω φορέων κατά περίπτωση»! Δηλ. δίδονται προνόμια στις Τράπεζες και στη συνέχεια αναζητείται η κάλυψη αυτής της συνειδητής δημοσιονομικής απώλειας πάλι μέσω, προδήλως, νέων φορολογικών ρυθμίσεων σε βάρος του πολίτη.
Πρόκειται για ρυθμίσεις που έρχονται σε συνέχεια σειράς βαρύτατα δυσμενών μέτρων κατά της μικρής και μεσαίας τάξης καθώς και της μικρής ιδιοκτησίας της χώρας!
3. Με τις προτεινόμενες αλλαγές στην τακτική διαδικασία ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, η προφορική συζήτηση της υπόθεσης, η εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο, κατ’ αρχάς, καταργείται. Αυτή η βουβή συζήτηση γίνεται χωρίς την παρουσία μαρτύρων, διαδίκων και πληρεξουσίων δικηγόρων! Έτσι, εισάγεται ένα “πρότυπο δίκης”, όπου αναιρούνται οι θεμελιώδεις αρχές της αμεσότητας και της προφορικότητας που διέπουν την πολιτική δίκη. Καθίσταται άνευ ουσιαστικού περιεχομένου η αποδεικτική διαδικασία και κάθε έννοια δίκαιης δίκης.
Οι εν λόγω ρυθμίσεις θα προκαλέσουν σειρά σοβαρών προβλημάτων στην πράξη για όλους (πολίτες-διαδίκους, δικηγόρους, δικαστικούς λειτουργούς). Και είναι βέβαιο ότι θα επιφέρουν περαιτέρω επιβράδυνση στην απονομή της δικαιοσύνης.
4. Με τη διατήρηση των υψηλών παραβόλων και της καταβολής δικαστικού ενσήμου (ακόμη κι αν το αίτημα είναι αναγνωριστικό) επαναλαμβάνονται τα ήδη διαπιστωθέντα προβλήματα και παραβιάζεται το δικαίωμα, ιδίως των οικονομικά αδύναμων πολιτών, να έχουν πρόσβαση στη δικαιοσύνη.
5. Η αδιάλλακτη στάση της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης στις παραπάνω ρυθμίσεις συνιστά απρόκλητη επίθεση όχι μόνον κατά της νομικής κοινότητας, αλλά και της ελληνικής κοινωνίας, η οποία συνεχίζει να βάλλεται.
Η νομική κοινότητα ομονοεί ότι εν λόγω νομοσχέδιο δεν συμβάλλει στην επιτάχυνση της πολιτικής δίκης, όπως εξαγγέλλεται. Αφενός ευνοεί υπέρμετρα τις Τράπεζες και αφετέρου θα προκαλέσει στην πράξη σοβαρά προβλήματα εφαρμογής, ανασφάλεια δικαίου και εν τέλει έλλειμμα δικαιοσύνης».