Στις δύο πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα μεγάλες αλλαγές έχουν γίνει στο ευρωπαϊκό πολιτικό σκηνικό, με τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας να χάνουν έδαφος στις περισσότερες χώρες.
γράφει ο Κώστας Χρυσόγονος*
Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι το άθροισμα των κεντροδεξιών κομμάτων, που συμμετέχουν στην Ευρωβουλή στην ομάδα του «Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος», μειώθηκε από τις 288 έδρες το 2004 στις 175 το 2019 και από την άλλη πλευρά το σύνολο των κεντροαριστερών κομμάτων, τα οποία συναπαρτίζουν την ομάδα των «Σοσιαλιστών και Δημοκρατών», ξεκίνησε από τις 217 έδρες το 2004 για να βρεθεί στις (μόλις) 145 το 2019. Όλα αυτά μεταφράζονται σε αντίστοιχα κέρδη αφενός για εθνικιστικά, ευρωσκεπτικιστικά ή ευρωφοβικά πολιτικά σχήματα και αφετέρου για νεοπαγή ως επί το πλείστον κόμματα, τα οποία εμφανίζουν μετα-ιδεολογικά χαρακτηριστικά, υπό την έννοια ότι δεν αυτοτοποθετούνται με ξεκάθαρο τρόπο στον άξονα αριστεράς- δεξιάς και αρθρώνουν πολιτικό λόγο με αφετηρία άλλα ζητήματα, όπως η προστασία του περιβάλλοντος (Πράσινοι) ή οι παθογένειες των πολιτικών συστημάτων (Κίνημα Πέντε Αστέρων κ.ά).
Οι παραπάνω μαζικές μετακινήσεις των ψηφοφόρων σε βάθος χρόνου και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο αντανακλούν τα πιεστικά προβλήματα των σημερινών ευρωπαϊκών κοινωνιών μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, δηλ. της σμίκρυνσης των αποστάσεων λόγω της εξέλιξης των τεχνολογιών, της εντατικοποίησης του διεθνούς οικονομικού ανταγωνισμού και των τεράστιων δημογραφικών αλλαγών. Τα κράτη- μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης απολαμβάνουν ένα, συγκριτικά με τον υπόλοιπο κόσμο, σαφώς υψηλότερο επίπεδο κατοχύρωσης των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών, με παράλληλη ύπαρξη μηχανισμών κοινωνικής αναδιανομής και αντίστοιχα χαμηλούς δείκτες οικονομικής ανισότητας, ενώ το κατά κεφαλή ΑΕΠ είναι τετραπλάσιο εκείνου της Ασίας και δεκαεξαπλάσιο της Αφρικής. Η υπογεννητικότητα όμως είναι τρομακτική, με μόλις 1,6 γεννήσεις ανά γυναίκα στην Ευρώπη κατά την πενταετία 2010-15, χαμηλότερα από κάθε άλλη ήπειρο, έναντι 4,7 στην Αφρική και 2,5 παγκόσμιου μέσου όρου. Οι διαφορές αυτές προκαλούν ισχυρά μεταναστευτικά ρεύματα και τούτο τροφοδοτεί τον ρατσισμό και την ξενοφοβία. Έστω όμως κι αν αφαιρεθεί η μετανάστευση από την εξίσωση, η ανοδική δημογραφική δυναμική σε άλλες ηπείρους σημαίνει ότι εκεί η εργασία προσφέρεται σε διαρκώς χαμηλότερες πραγματικές τιμές και τούτο μεταφράζεται σε αντίστοιχη απώλεια ανταγωνιστικότητας για τις ευρωπαϊκές οικονομίες, σε νωχελικούς ρυθμούς ανάπτυξης και σε μακροπρόθεσμη τάση για διόγκωση του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, με αποτέλεσμα να τίθεται σε αμφισβήτηση συνολικά το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο και το αντίστοιχο κεκτημένο. Το πρόβλημα επιδεινώνεται εξαιτίας του ανταγωνισμού των εθνικών κρατών για προσέλκυση κεφαλαίων μέσω φορολογικής μειοδοσίας.
Το κοινωνικό ντάμπινγκ, με τις μειώσεις των φόρων επί του κεφαλαίου και των κοινωνικών παροχών, καθώς και με την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, στο οποίο υποχρεώνονται να επιδίδονται οι κυβερνήσεις των κρατών- μελών της Ένωσης προκειμένου να περιορίσουν την φυγή κεφαλαίων και την αποεπένδυση, δεν λύνει το πρόβλημα μακροπρόθεσμα. Ακόμη λιγότερο βέβαια θα αποτελούσε απάντηση η περιχαράκωση πίσω από τα «ξύλινα τείχη» των εθνικών συνόρων, αφού εκείνα, όπως αποδεικνύει η ιστορική εμπειρία, ούτε τις μεταναστευτικές ροές μπορούν να σταματήσουν ούτε την ανταγωνιστικότητα των εθνικών οικονομιών να προστατεύσουν. Γενικότερα προβλήματα εξάλλου, όπως η επικίνδυνη κλιματική αλλαγή, υπερβαίνουν εντελώς την κλίμακα του εθνικού κράτους, πολύ περισσότερο μάλιστα των ευρωπαϊκών κρατών που είναι, αν τα δούμε ξεχωριστά το καθένα και όχι ως σύνολο, νάνοι στο παγκόσμιο σκηνικό.
Χρειαζόμαστε επομένως μια πιο συνεκτική και πιο ισχυρή Ένωση, η οποία θα αποκτήσει ισχυρότερη παγκόσμια φωνή και παρουσία. Χρειαζόμαστε παραπέρα μια συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης αφενός (ενδεχομένως με κάποια συνδρομή των ΗΠΑ) και της Αφρικανικής Ένωσης αφετέρου, ώστε να υπάρξει ευρωπαϊκή και ίσως και αμερικανική χρηματοδότηση για την οικοδόμηση στοιχειωδώς αποτελεσματικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, ιδίως γήρατος, στη Μαύρη Ήπειρο, με ταυτόχρονη προώθηση πολιτικών ελέγχου των γεννήσεων από τις κυβερνήσεις της τελευταίας. Ακόμη χρειαζόμαστε τη διαμόρφωση κοινής φορολογικής πολιτικής, σε πρώτο στάδιο εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στη συνέχεια σε ευρύτερο πλαίσιο, π.χ. μέσω του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, για να σταματήσει η φορολογική μειοδοσία που καταλήγει σε βάρος των κρατών και τελικά των λαών και σε όφελος μόνο του κεφαλαίου. Σε παγκόσμιο επίπεδο εξάλλου χρειάζεται κατοχύρωση ενός ελάχιστου ορίου κοινωνικής προστασίας, όπως π.χ. με τον αποκλεισμό από το διεθνές εμπόριο προϊόντων που έχουν παραχθεί με χρήση παιδικής εργασίας ή μέσα από συνθήκες δουλείας και καταναγκαστικής εργασίας. Τα προβλήματα του μέλλοντος δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν με συνταγές του παρελθόντος, παρά μόνο με όραμα για το μέλλον και τόλμη.
*Ο Κώστας Χρυσόγονος είναι καθηγητής Νομικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και πρώην ευρωβουλευτής