Ελληνική αντιπροσωπεία αποτελούμενη από εκπροσώπους των υπουργείων Πολιτισμού και Αθλητισμού και Εξωτερικών, καθώς και τον πρόεδρο του Μουσείου Ακρόπολης, συναντήθηκε στις 1 και 2 Οκτωβρίου, στο πλαίσιο των εργασιών της «Διακυβερνητικής Επιτροπής της UNESCO για την επιστροφή πολιτιστικών αγαθών στις χώρες προέλευσής τους», με εκπροσώπους της βρετανικής κυβέρνησης καθώς και του Βρετανικού Μουσείου, προκειμένου να συζητηθεί το ζήτημα των Γλυπτών του Παρθενώνα, εκκρεμές στην ημερήσια διάταξη της Επιτροπής από το 1984.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του υπουργείου Πολιτισμού, κατά τη συγκεκριμένη συνάντηση, συζητήθηκε και η πρόσκληση που απηύθυνε η UNESCO προς τη βρετανική κυβέρνηση, έπειτα από αίτημα της ελληνικής πλευράς το 2013, επί υπουργού Πολιτισμού Πάνου Παναγιωτόπουλου, προκειμένου να ξεκινήσει διαμεσολάβηση στη βάση των σχετικών κανόνων της UNESCO. Η πρόταση απευθύνθηκε στους Βρετανούς τον Αύγουστο του 2013 και δεν έχει επίσημα απαντηθεί από τη βρετανική πλευρά μέχρι σήμερα.
Όπως επισημαίνεται στην ανακοίνωση, το δίκαιο αίτημα της Ελλάδας για την επιστροφή και επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα αλλά και την πρόσκληση της UNESCO στήριξαν πλήθος κρατών με δηλώσεις τους κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης της Επιτροπής όπως η Ελβετία, η Κύπρος, η Λιβύη, το Μεξικό, το Ιράκ, η Αίγυπτος, η Κορέα, η Τουρκία, η Νιγηρία και το Περού.
Κατά την έναρξη των εργασιών της Επιτροπής, απηύθυνε ομιλία ο Salah Stetié, διακεκριμένη φυσιογνωμία των γραμμάτων και των τεχνών, πρώτος πρόεδρος και με μακρά θητεία στη συγκεκριμένη επιτροπή, ο οποίος αναφέρθηκε διεξοδικά στο ζήτημα και τη σημασία του για την ανθρωπότητα.
Η συνάντηση ελληνικής και βρετανικής πλευράς κατέληξε σε σύσταση, η οποία υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια της Διακυβερνητικής Επιτροπής. Η σύσταση αυτή καλεί τη Βρετανία να εξετάσει την πρόταση για διαμεσολάβηση. Η ίδια σύσταση προβλέπει την αρωγή της UNESCO προκειμένου να λάβουν χώρα περαιτέρω συναντήσεις για την επίλυση του ζητήματος.
Σημειώνεται, ότι είναι η πρώτη φορά που κράτος καλείται να προχωρήσει θεσμικά σε διαμεσολάβηση στο πλαίσιο της UNESCO, δεδομένου, ότι η διαδικασία θεσμοθετήθηκε μόλις το 2010.