Συναγερμός έχει σημάνει στην ελληνική αστυνομία και την ΕΥΠ για την υπόθεση κατασκοπείας σε βάρος της χώρας μας που αποκαλύφθηκε στη Ρόδο.
Στο επίκεντρο βρίσκονται δύο Έλληνες μουσουλμάνοι που εργάζονται ο ένας στο προξενείο της Τουρκίας στη Ρόδο και ο δεύτερος μάγειρας σε πλοίο που εκτελεί δρομολόγιο Ρόδου – Καστελλόριζου.
Σύμφωνα με το skai.gr τις αρχές δεν φαίνεται να προβληματίζουν οι φωτογραφίες ή τα βίντεο από τις θέσεις των ελληνικών πλοίων από το κρίσιμο περσινό καλοκαίρι καθώς το πιθανότερο είναι πως ήταν ήδη γνωστά αυτά τα στοιχεία στην τουρκική πλευρά είτε από δορυφόρους είτε από drone.
Τους προβληματίζει αυτά που ομολόγησε ο μάγειρας: Συγκεκριμένα ο υπάλληλος του τουρκικού προξενείου τον στρατολόγησε και του ζητούσε να του μεταφέρει πληροφορίες για το ποτέ αλλάζει η φρουρά στο Καστελλόριζο, τον αριθμό τους, ακόμη και στοιχεία ταυτότητας μελών αλλά και διοικητών της ελληνικής φρουράς. τα νούμερα που αναγράφονται στα πολεμικά πλοία που ήταν το καλοκαίρι στην περιοχή, να τα βγάζει φωτογραφίες και να του περιγράφει ακριβώς τι έχουν πάνω.
Επίσης τού ζητούσε, όταν οι στρατιωτικοί ήταν επιβάτες στο πλοίο, να προσπαθεί να κρυφακούει τις συνομιλίες τους και να τους απαθανατίζει με το κινητό του.
Επίσης έδινε στοιχεία για τις επισκέψεις πολιτικών προσώπων στο Καστελόριζο, με την τελευταία φορά μάλιστα να είναι κατά την επίσκεψη της Προέδρου της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου τον περασμένο Σεπτέμβριο.
Οι συναντήσεις του μάγειρα με τον γραμματέα του τουρκικού Προξενείου για την ανταλλαγή πληροφοριών, γινόταν σε καφενεία του λιμανιού της Ρόδου.
Η δράση του 35χρονου, ήταν γνωστή στις διωκτικές αρχές και στην ΕΥΠ από τον Φεβρουάριο του 2017. Η δράση του ξεκίνησε να καταγράφεται από τις αρχές του περασμένου Αυγούστου.
Κομβικό σημείο για την ένταση των ερευνών, φαίνεται πως ήταν το περιστατικό του περασμένου Σεπτέμβριου με τη δολιοφθορά με κόκκινη μπογιά σε ελληνική σημαία σε βραχώδη περιοχή στο Καστελόριζο.
«Φως» αναμένεται να ρίξουν οι 8 υπολογιστές, τα 6 USB και τα 4 κινητά τηλέφωνα που βρέθηκαν στην κατοχή του και τα οποία βρίσκονται στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών για να γίνει ανάκτηση των δεδομένων τους.