Η «νυχτερινή Αθήνα» γνωρίζει την ύπαρξή της, όλοι κάποια στιγμή έχουμε περάσει από το σημείο που σταθμεύει εδώ και χρόνια και οι περισσότεροι από εμάς κάποιο βράδυ έχουμε γευτεί το πεντανόστιμο έδεσμα που προσφέρει στους λεγόμενους «ξενύχτηδες»…
Ρεπορτάζ: Νίκη Παπάζογλου
Φωτογραφίες: Γιάννης Κέμμος
Λειτουργεί από το 1989 και οι ιδιοκτήτες της, φυσιογνωμίες που αν τυχαία συναντήσεις κάτι θα σου θυμίσουν χωρίς να μπορείς να προσδιορίσεις ακριβώς τι, εξυπηρετούν καθ’ όλη τη βάρδιά τους, τους νυχτερινούς πελάτες που καταφθάνουν στο τροχήλατό όχημα…
Ο λόγος για την γνωστή καντίνα της πλατείας Μαβίλη που τρέφει τους νυχτερινούς Αθηναίους επισκέπτες της εικοσιπέντε ολόκληρα χρόνια. Ο κ. Γιάννης και ο κ. Μπάμπης εργάζονται μέσα σε, μετά βίας, 5 τετραγωνικά, προσφέροντας στους «πεινασμένους» το λεγόμενο «βρώμικο», στην πραγματικότητα ιδιαίτερα καθαρό «σάντουιτς με λουκάνικο».
Η καντίνα της πλατείας Μαβίλη είναι από τις λίγες που έχουν μέχρι σήμερα διατηρήσει αναλλοίωτη την ποιότητα του προϊόντος που προσφέρουν, μιας και σύμφωνα με τον κ Γιάννη δεν κάνουν εκπτώσεις στην ποιότητα. «Η ευχαριστημένη πελατεία είναι αυτή που θα σε συντηρήσει άλλωστε».
Κάθε βράδυ στις 8:00 ένας εκ των δύο, ανοίγει την καντίνα, παραλαμβάνει τα φρέσκα προϊόντα και ξεκινά τις ετοιμασίες. «Η έντονη κίνηση συνήθως ξεκινά μετά τη 1.00 και σταματάει νωρίς το πρωί» Η καντίνα κλείνει περίπου στις 7:00 αν και παλαιότερα υπήρξαν και Σαββατόβραδα που λόγω δουλειάς οι ιδιοκτήτες επέστρεψαν στο σπίτι τους πιο αργά το πρωί. «Αυτά τα Σαββατόβραδα έχουν παρέλθει πλέον. Η κρίση δεν ήταν δυνατόν να μην αγγίξει κι εμάς, εφόσον αρχικά έπληξε την νύχτα».
Ο κ. Γιάννης αναπολεί τη νυχτερινή ζωή των δύο προηγούμενων δεκαετιών «με ένταση και λάμψη, τόσο διαφορετική από την σημερινή. Ο κόσμος σαφώς ήταν περισσότερος και σίγουρα πιο ζωντανός. Η Αθήνα τη νύχτα παλιά ανέπνεε περισσότερο από την ημέρα». Ηθοποιοί τραγουδιστές, απλοί θαμώνες νυχτερινών κέντρων, ακόμα και τουρίστες τρώνε από το κατάστημα. «Τόσα χρόνια λειτουργίας, έχουμε περιπτώσεις όπου φοιτητές που σπουδάζουν έξω συμβουλεύουν τους ξένους που πρόκειται να επισκεφτούν την χώρα μας να έρθουν να δοκιμάσουν το φαγητό μας».
Πώς είναι όμως να δουλεύεις βράδυ μέσα σε μια καντίνα. Ο κ. Γιάννης λέει πως η δουλειά είναι απαιτητική και δύσκολη, κυρίως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες που η θερμοκρασία ανεβαίνει αισθητά. «Αλλά όπως σε όλες τις δουλειές συνηθίζεις. Όπως και το να πηγαίνεις για ύπνο όταν όλοι οι άλλοι ξυπνούν σε ξενίζει τουλάχιστον στην αρχή». Ο ύπνος άλλωστε όλων όσων δουλεύουν νύχτα γίνεται με διαλλείματα. «Από τις 8:00 που γυρνάς, το πολύ να κοιμηθείς μέχρι τις 11:00 – 12:00. Μετά το φαγητό ξαναπέφτεις για να καταφέρεις να αντέξεις ολόκληρο βράδυ».
Μια άλλη ιδιαιτερότητα εκτός από το αντίθετο με τον υπόλοιπο κόσμο ωράριο, είναι η έντονη δέσμευση, μιας και πρέπει να είσαι εκεί κάθε βράδυ και ιδίως τα βράδια που ο υπόλοιπος κόσμος διασκεδάζει αντί να εργάζεται. «Αυτό που μου έχει λείψει ιδιαίτερα είναι ίσως η ελευθερία του να πας ένα θέατρο, ένα σινεμά, να βγεις έξω με την οικογένειά σου ένα σαββατόβραδο. Η δουλειά αυτή έχει έντονη δέσμευση παρά έντονους κινδύνους. Η νύχτα δεν έχει κίνδυνο τουλάχιστον εδώ που είμαστε εμείς. Αν ανατρέξω στα εικοσιπέντε αυτά χρόνια, περισσότερο συγκινητικές είναι οι στιγμές που θυμάμαι παρά δυσάρεστες» αναφέρει ο ιδιοκτήτης.
«Ένα βράδυ κάτι νιόπαντροι ήρθαν μετά το γαμήλιο γλέντι, η κοπέλα με το νυφικό, ο γαμπρός και ο κουμπάρος με τα καλό τους το κουστούμι για να φάνε βρώμικο» είναι μια από τις ιδιαίτερες στιγμές που μας διηγείται. Μια άλλη συγκινητική στιγμή που μας περιγράφει ήταν όταν μετά από περίπου 30 χρόνια ήρθε στην Καντίνα να φάει ένας φίλος που είχαν υπηρετήσει μαζί στο στρατό. «Είχαμε τόσα χρόνια να βρεθούμε και ξαφνικά τον είδα να παραγγέλνει, η συγκίνηση ήταν μεγάλη και οι αναμνήσεις πολλές. Η καντίνα έχει γίνει πλέον σημείο συνάντησης- τα λέμε στη Μαβίλη. Μπορείς να συναντήσεις οποιονδήποτε».
Εκτός από τα συγκινητικά περιστατικά, η ζωή στην καντίνα έχει και την κωμική της πλευρά. «Ένα συχνό αστείο περιστατικό είναι όταν οι πελάτες σε κατάσταση μέθης παραγγέλνουν πληρώνουν και αποχωρούν χωρίς να πάρουν το σάντουιτς για το οποίο ήρθαν αρχικά… Μετά βίας προλαβαίνουμε να τους φωνάξουμε να επιστρέψουν για να φάνε τελικά αυτό που παρήγγειλαν»
Τόσο ο κ. Μπάμπης όσο και ο κ. Γιάννης είναι χαμογελαστοί όποια στιγμή κι αν εξυπηρετήσουν έναν πελάτη. «ακόμα και στην περίπτωση που ο κόσμος είναι νευριασμένος, φουρτουνιασμένος εσύ πρέπει να εξυπηρετείς με διάθεση. Πολλές είναι οι στιγμές της καθημερινότητάς μας που ο κόσμος γίνεται ακόμα κι αγενής ίσως γιατί έχει πολλά στο κεφάλι του. Δεν αναφέρομαι όμως στους πελάτες. Ένα τέτοιο περιστατικό ήταν όταν μια κυρία στρίβοντας με το αυτοκίνητό της από την Κηφισίας ήρθε και στάθηκε πίσω από την καντίνα κορνάροντας επίμονα. Κοιτάζω κι εγώ από το παράθυρο έτοιμος να κατέβω να βοηθήσω μιας και φαντάστηκα πως κάτι της έχει συμβεί. Με το που βγάζω το κεφάλι μου απ’ έξω αρχίζει να ωρύεται για να προχωρήσω επειδή την καθυστερούσα και εκείνη βιαζόταν… Όταν της εξήγησα πως είναι καντίνα σταθμευμένη και δεν κουνιέται οπότε θα έπρεπε η ίδια να ξαναβγεί στο δρόμο εάν ήθελε να προχωρήσει, με μούντζωσε κι έφυγε. Εκεί με έπιασαν τα γέλια».
Όσο για τους αναγνωρίσιμους Αθηναίους, οι ιδιοκτήτες θυμούνται τον σεφ και γευσιγνώστη κ. Μαμαλάκη τη στιγμή που ήρθε να φάει από την καντίνα. «Οι νεαροί πελάτες και πελάτισσες του ζητούσαν αυτόγραφο για να το δώσουν στην μαγείρισσα μαμά. Μην έχοντας πάνω του χαρτί υπέγραφε σε χαρτοπετσέτες το πολυπόθητο αυτόγραφο» αναφέρει ο κ. Μπάμπης.
Η δουλειά σε νυχτερινό ταχυφαγείο που στεγάζεται σε καντίνα σίγουρα δεν είναι εύκολη υπόθεση μιας και οι συνθήκες εργασίας διαφοροποιούνται αρκετά σε σχέση με τα συνήθη πρωινά επαγγέλματα. Ταυτόχρονα όμως είναι και μια εμπειρία μέσα από την οποία γνωρίζεις τον κόσμο στις πιο χαλαρές του στιγμές, έρχεσαι σε επαφή μαζί του τη ώρα που απέχει από το άγχος και τις έννοιες της καθημερινότητας. «Καλείσαι να εξυπηρετήσεις μια ανάγκη του, όταν έχει παραγκωνίσει αυτά που τον απασχολούν, όταν μόλις έχει ξεδώσει… Από αυτή την άποψη, ίσως τελικά η νύχτα και το επάγγελμά μας να απαρτίζεται από στιγμές ωραιότερες από ότι η μέρα»