Η έξοδος του Μεσολογγίου αποτελεί κορυφαία στιγμή του 1821, που συνεπήρε όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά και όσους από τους ευρωπαίους πολίτες υποστήριζαν με σπάνια πίστη και θέρμη τον Αγώνα.
Μίαν άμεση, σχεδόν δημοσιογραφική μαρτυρία για τα γεγονότα που μετέτρεψαν τον τόπο της θυσίας σε ιερή πόλη και σε σύμβολο του αγωνιστικού φρονήματος, είναι τα «Απομνημονεύματα της Δευτέρας Πολιορκίας του Μεσολογγίου» του Αρτέμιου Ν. Μίχου, τα οποία κυκλοφόρησαν από το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων με επιστημονική επιμέλεια (εισαγωγικά σημειώματα και σχόλια) της Μαρίας Ευθυμίου και του Βαγγέλη Σαράφη.
Τέκνο ανθηρής εμπορικής οικογένειας των Ιωαννίνων, που έχασε όλα τα πλούτη της εξαιτίας της συμμετοχής της στις επαναστατικές κινήσεις εναντίον του Αλή Πασά, ο Μίχος έλαβε μέρος στην έξοδο του Μεσολογγίου, για να συνεχίσει και να φτάσει, αφού επέζησε από τον εξανδραποδισμό, μέχρι την έλευση του Καποδίστρια στην Ελλάδα και τη νικηφόρα μάχη της Πέτρας, την τελευταία πολεμική αναμέτρηση της Επανάστασης.
Τα απομνημονεύματά του κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά το 1882, λίγο προτού πεθάνει, σε έκδοση του Σπυρίδωνος Αραβαντινού (ήταν γαμπρός του και διακεκριμένος δικαστικός και πολιτικός), και ανήκουν στο σώμα των κειμένων που μιλούν για τον Αγώνα από τη σκοπιά της άμεσης συμμετοχής. Εκείνο, όμως, το οποίο πρωτίστως χαρακτηρίζει τον λόγο του Μίχου δεν είναι η αναφορά στον εαυτό του και στις πολεμικές πράξεις οι οποίες συνδέονται μαζί του, όπως κατά κανόνα συμβαίνει στα απομνημονεύματα των αγωνιστών, αλλά η εξιστόρηση, σημείο προς σημείο, των γεγονότων του Μεσολογγίου, ιδιαίτερα κατά τη δεύτερη φάση της πολιορκίας του από τις δυνάμεις του Κιουταχή και του Ιμπραήμ, που προετοίμασαν με βασανιστική βραδύτητα την πτώση του. Κι εδώ ο Μίχος ανακαλεί όχι μόνο τη δόξα των ανθρώπων και την τόλμη η οποία τους μετέτρεψε σε ζωντανό μύθο, αλλά και την υστέρηση ή τη διαφθορά τους: από την ολιγωρία της ελληνικής κυβέρνησης, που άφησε να χαθεί ένα από τα σημαντικότερα προπύργια του Αγώνα με τις εσφαλμένες επιλογές της, και την ανεπάρκεια του στόλου, που δεν κατάφερε να στηρίξει τις προσπάθειες της πόλης να λύσει την πολιορκία, μέχρι την καταλήστευση των προμηθειών τροφίμων από κάποιες οικογένειες ή τον εξαναγκασμό των κατοίκων να τραφούν με τα πτώματα όσων χάθηκαν υπό το κράτος των πυρών του εχθρού.
Ο Μίχος δεν είναι, παρόλα αυτά, εκείνος που θα αμφισβητήσει το ήθος, την παλικαριά και την προσήλωση των πολεμιστών στον υπέρτατο σκοπό τους. Η πείνα τους δεν είναι μόνο ο πειρασμός να αγγίξουν ανθρώπινο κρέας – είναι ταυτοχρόνως το ύψιστο δράμα της ακραίας στέρησης και του οριακού σπαραγμού, συμπληρωμένο από την απαρασάλευτη απόφασή τους είτε να μείνουν μέχρις εσχάτων εντός των τειχών και να τιναχτούν στον αέρα είτε να βγουν έξω από αυτά και να δώσουν τη μάχη σώμα με σώμα στα πεδινά ή τα ορεινά του Μεσολογγίου. Κι όλα αυτά χωρίς εκκωφαντικούς τόνους και φλύαρους ή κούφιους επαίνους, αλλά σαν ένα αποδραματοποιημένο χρονικό, που μιλάει από απόσταση για τη φρικτή πραγματικότητα της εποχής του δίχως από την άλλη μεριά να γίνεται ψυχρό ή να κρύβει το οδυνηρα συναισθήματα του αφηγητή για τα διατρέξαντα.
Με την έννοια αυτή τα απομνημονεύματα του Μίχου συνομιλούν με τα απομνημονεύματα των αγωνιστών της γενιάς του, όπως ο Σπυρομίλιος και ο Νικόλαος Κασομούλης, περισσότερο, όμως, συνομιλούν με ιστορικούς όπως ο Σπυρίδων Τρικούπης ή με δημοσιογράφους όπως ο Ελβετός Ιωάννης-Ιάκωβος Μάγερ, που εξέδιδε τα «Ελληνικά Χρονικά» στο Μεσολόγγι μέχρι την ημέρα της εξόδου και σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια της τελικής σύγκρουσης με τους Τούρκους. Δημοσιογραφικό χρονικό, μνήμη της Επανάστασης και του πολέμου ή ιστορική καταγραφή; Όποιο όνομα κι αν δώσουμε στα απομνημονεύματα του Μίχου, η ουσία δεν αλλάζει: ο συγγραφέας καταθέτει τη ζωντανή εμπειρία του για ένα από τα σημαντικότερα συμβάντα των πρώτων δεκαετιών της ευρωπαϊκής ιστορίας (ας μην ξεχνάμε τον Μάγερ και το κίνημα του φιλελληνισμού), αποφεύγοντας να παρασυρθεί από τη λογική του προσωπικού ανταγωνισμού και να απειληθεί από την έπαρση ή την περιαυτολογία. Στο βιβλίο του πρωταγωνιστεί το σπουδαιότερο: το αίμα που χύθηκε για να φυτρώσουν οι ρίζες της σημερινής μας ελευθερίας.