Μία δεύτερη ευκαιρία στην εκπαίδευση, την κοινωνία, την εργασία, τον ίδιο τους τον εαυτό. Μία καινούρια αρχή. Αυτό αναζητούν μέσω των Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας όσοι αναγκάστηκαν να διακόψουν την υποχρεωτική τους εκπαίδευσή και να μην καταφέρουν τελικά να αποκτήσουν απολυτήριο γυμνασίου και λυκείου.
Πρόκειται για ένα δωρεάν, καινοτόμο δημόσιο σχολείο εκπαίδευσης ενηλίκων, με συνολική διάρκεια φοίτησης δύο εκπαιδευτικά έτη, στο οποίο μπορούν να φοιτήσουν άτομα ηλικίας 18 ετών και άνω. Παράλληλα αποτελούν ευρωπαϊκό πρόγραμμα για την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού.
Η 32χρονη Αϊσέ είναι μητέρα τεσσάρων παιδιών και αναγκάστηκε να αφήσει το σχολείο μόλις αποφοίτησε από το δημοτικό. Στα 15 της χρόνια παντρεύτηκε και δεν μπόρεσε να συνεχίσει εξαιτίας της οικογένειάς της. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται στον Β’ Κύκλο της φοίτησής της στο ΣΔΕ Αθήνας και θέλει να συνεχίσει, να πάρει απολυτήριο Λυκείου και να σπουδάσει νοσηλευτική.
«Ήθελα να κάνω κάτι για τον εαυτό μου πρώτα από όλα και ύστερα για τα παιδιά μου. Θέλω να ξέρουν ότι η μαμά τους προσπάθησε να κάνει κάτι καλύτερο για εκείνη, το πάλεψε και δεν τα παράτησε, ώστε να μάθουν να μην εγκαταλείπουν την προσπάθεια», λέει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων. Η Αϊσέ όταν γυρίζει από το σχολείο διαβάζει μαζί με την κόρη της και προσπαθεί να την βοηθήσει και στα δικά της μαθήματα. «Οι άνθρωποι χωρίς απολυτήριο αντιμετωπίζονται διαφορετικά από την κοινωνία. Σε κάνουν να νιώθεις κατώτερο. Πλέον χωρίς απολυτήριο δεν σε παίρνουν σε καμία δουλειά», συμπληρώνει, ενώ όπως εξηγεί η καινούρια αυτή προσπάθεια αξίζει τον κόπο. «Δεν πάει άδικα η προσπάθειά σου, κάτι θα πάρεις στα χέρια σου, και θα ανεβάσεις και το μορφωτικό σου επίπεδο και θα έχεις και καλύτερο μέλλον».
Η Αλεξάνδρα Βασιλοπούλου είναι φιλόλογος και βρίσκεται 25 χρόνια στην εκπαίδευση. Τα τελευταία δύο χρόνια είναι εκπαιδεύτρια γλωσσικού προγραμματισμού στο ΣΔΕ Αθήνας. Όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην εκπαίδευση εφήβων με αυτή των ενηλίκων είναι ότι «εδώ, η εκπαίδευση είναι εκούσια. Ο καθένας έρχεται με τη θέλησή του και αυτό είναι κάτι που παίζει τεράστιο ρόλο στο ενδιαφέρον με το οποίο αντιμετωπίζουν οι εκπαιδευόμενοι το σχολείο».
Σύμφωνα με τη διευθύντρια του ΣΔΕ Αθήνας, Παναγιώτα Νικολαΐδου, αυτή η χαρακτηριστική διαφορά δεν σημαίνει ότι εξαλείφονται άλλες δυσκολίες που συναντούν κατά τη διάρκεια της φοίτησής τους. «Ναι μεν έρχονται με δική τους διάθεση αλλά αντιμετωπίζουν πολλά εμπόδια, είτε προσωπικά, οικογενειακά, επαγγελματικά άρα η προσέγγιση πρέπει να είναι λίγο πιο προσεκτική, δεν απευθύνεσαι μόνο στον εκπαιδευόμενο σαν να είναι μαθητής. Πρέπει να τον προσεγγίσεις συνολικότερα ως άνθρωπο ώστε να τον βοηθήσεις όπου μπορείς και στο επιτρέπει ο ρόλος σου σαν εκπαιδευτικός για να μείνει στον στόχο του και να μην εγκαταλείψει», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Νικολαΐδου.
Σύμφωνα με τις εκπαιδευτικούς οι βασικότεροι λόγοι που εγκαταλείπει κάποιος το σχολείο είναι γιατί αντιμετώπισε οικονομικά ή οικογενειακά προβλήματα κατά τη διάρκεια των χρόνων της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, γεγονός που στη συνέχεια τους δημιουργεί τραυματικές εμπειρίες. «Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που δεν έχουν ολοκληρώσει την τυπική εκπαίδευση έχουν μάλλον και τραυματικά βιώματα, από την παιδική τους ηλικία, από το σχολείο. Οπότε σε πρώτη φάση πρέπει να τους βοηθήσεις να βελτιώσουν οι ίδιοι την αυτοεικόνα τους και να τους τονώσεις όσο γίνεται την αυτοπεποίθησή τους , να τους ενισχύσεις , έτσι ώστε να μπορέσουν να ξεπεράσουν τις τραυματικές εμπειρίες», υπογραμμίζει η κ. Νικολαΐδου.
Αυτός είναι και ο πρώτος στόχος των εκπαιδευτικών των ΣΔΕ, να ξεπεράσουν οι εκπαιδευόμενοι τα προσωπικά τους εμπόδια. Σύμφωνα με την κ. Βασιλοπούλου, σε πρώτο στάδιο, επιδιώκουν να μην τους θυμίζουν τις τραυματικές εμπειρίες που μπορεί να έχουν από το δημοτικό. «Πρέπει να μπουν και σε μια ρουτίνα η οποία σαν διαδικασία για ένα παιδάκι είναι απλή αλλά γι’ αυτούς είναι πολύ πιο δύσκολη. Ακόμη συναντούν κάποιες δυσκολίες στην αφομοίωση των γνώσεων γι’ αυτό το λόγο στηριζόμαστε στην επανάληψη ή στην ενθάρρυνση», αναφέρει χαρακτηριστικά η κ. Βασιλοπούλου.
Η επαναπροσέγγιση της εκπαίδευσης όμως είναι μία στιγμή ξεχωριστή για τον κάθε εκπαιδευόμενο. Η Άννα κατάγεται από την Αλβανία, είναι μητέρα ενός παιδιού και ήρθε στην Ελλάδα το 2012. Ζώντας τρεις μήνες στο δρόμο κατάφερε να βρει μία δουλειά και να αρχίσει να συγκεντρώνει χρήματα. Ήρθε στην Ελλάδα για ένα νέο ξεκίνημα, καθώς στη χώρα της αναγκάστηκε να δουλεύει από πολύ μικρή για να συντηρήσει την οικογένειά της. Διέκοψε την εκπαίδευση και πριν από λίγα χρόνια αποφάσισε να ξαναξεκινήσει. «Ήταν το όνειρό μου να ξεκινήσω πάλι το σχολείο. Το έβαλα στόχο. Οι άνθρωποι δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς στόχους», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Άννα, ενώ προσθέτει ότι θέλει να αποτελεί παράδειγμα για το παιδί της.
«Σκέφτομαι το παιδί μου. Θέλω να δει μέσα από αυτή την καινούρια αρχή που κάνω ότι η ζωή μπορεί να έχει και τα κάτω της αλλά άμα θέλουμε μπορούμε να βγούμε από ένα μαύρο τούνελ και να δούμε φως».
Δίπλα της ο Παναγιώτης βρίσκεται και εκείνος στον Α’ Κύκλο Σπουδών του στο ΣΔΕ Αθήνας και πήρε την απόφαση να παρακολουθήσει μαθήματα διότι ένιωθε πως ένας κύκλος έμενε ανολοκλήρωτος. «Κάποια στιγμή σκέφτηκα ότι καλό θα ήταν να το τελειώσω και ότι θα ήθελα να με βάλω περισσότερο σε τάξη», εξηγεί. Για τον Παναγιώτη το συγκεκριμένο σχολείο έχει μία ιδιαίτερη κοινωνικοποίηση γιατί είναι όλοι διαφορετικοί. «Γίνομαι συγκεκριμένος με τον εαυτό μου , έρχομαι κάθε μέρα, δεν λείπω, εκτίθεμαι σε πράγματα που δεν ξέρω αλλά αυτό δεν έχει σημασία», υπογραμμίζει.
Οι λόγοι «επανασύνδεσης» με την υποχρεωτική εκπαίδευση ποικίλλουν. Όπως εξηγεί η κ. Βασιλοπούλου «μερικοί έρχονται γιατί είναι δυσβάσταχτος ο καημός τους που δεν τελείωσαν το σχολείο. Έχουν ένα κενό μέσα τους ενώ δεν τους χρειάζεται», ενώ σύμφωνα με την κ. Νικολαΐδου «κάποιοι επιστρέφουν στα θρανία για να έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να βρουν εργασία αποκτώντας το απολυτήριο. Υπάρχει ωστόσο ένα σημαντικό ποσοστό ανθρώπων που για προσωπικούς λόγους και συγκυρίες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν στην εφηβική ηλικία το σχολείο. Κάποιοι ακόμη ένιωσαν ότι το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα τους άφησε απέξω. Συνήθως αυτές οι περιπτώσεις είναι που έχουν τον διακαή πόθο να συνεχίσουν την εκπαίδευσή τους καθώς για εκείνους η φοίτηση σε ένα Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας αποτελεί ένα όνειρο ζωής».
Όπως αναφέρουν οι εκπαιδευτικοί, συνήθως το 80% των εκπαιδευομένων, αφού ολοκληρώσει την φοίτησή του στα Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας συνεχίζει και στο Λύκειο, ώστε να αποκτήσουν το πολυπόθητο απολυτήριο Λυκείου. Μία τέτοια περίπτωση είναι η 54χρονη Ελένη Παπαδοπούλου, η οποία αποφοίτησε από το ΣΔΕ Πειραιά και στη συνέχεια κατάφερε να δώσει πανελλήνιες και να περάσει στο τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Η κ. Παπαδοπούλου το 2013 αποφάσισε έχοντας εγκαταλείψει την εκπαίδευση από τη Β’ Γυμνασίου να καθίσει ξανά στα θρανία. Την ευκαιρία που έψαχνε της την έδωσε το ΣΔΕ Πειραιά και στα 48 της έκανε μία καινούρια αρχή. «Τα ΣΔΕ δεν είναι συμβατικά σχολεία. Δουλεύουν σαν να είναι οικογένεια και μου έδωσαν τη δεύτερη ευκαιρία που αναζητούσα. Το έφερα βαρέως που δεν είχα απολυτήριο», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Παπαδοπούλου. Σύμφωνα με την ίδια, χωρίς την ύπαρξη του ΣΔΕ δεν θα ήταν αυτή που είναι σήμερα. «Ο άνθρωπος πρέπει να έχει ευκαιρίες. Ο πρωταρχικός μου στόχος όταν ξεκίνησα αυτή την προσπάθεια ήταν να ολοκληρωθώ σαν άνθρωπος», επισημαίνει θέτοντας καινούριους στόχους για το μέλλον.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το διδακτικό έτος 2017-18 στα Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας φοιτούσαν 5.432 μαθητές, εκ των οποίων οι 4.382 ήταν ελληνικής υπηκοότητας οι 877 προέρχονταν από χώρες εκτός ΕΕ και οι 1.732 από χώρες της ΕΕ. Το ποσοστό των αγοριών ήταν 58,8% έναντι 41,2% κοριτσιών. Από τα 91 σχολεία που λειτούργησαν στην επικράτεια τα 11 ήταν ημερήσια και τα 80 απογευματινά, ενώ το διδακτικό προσωπικό ανέρχονταν σε 886 άτομα, δηλαδή αντιστοιχούσε 1 εκπαιδευτικός/6,1 μαθητές. Με την επιτυχή ολοκλήρωση της φοίτησης σε ένα Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας παρέχεται τίτλος ισότιμος του Γυμνασίου. Το πρόγραμμα σπουδών των Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας διαφέρει από το αντίστοιχο της τυπικής εκπαίδευσης, διαθέτει πιο ευέλικτο περιεχόμενο, και έχει προσαρμοσμένη διδακτική μεθοδολογία και αξιολόγηση των εκπαιδευομένων.