Μόνο ανησυχία μπορεί να νιώθει κάποιος άνθρωπος που έχει έναν μεγάλο όγκο στο κεφάλι του, ο οποίος αυξάνεται συνεχώς σε μέγεθος όσο ο καιρός περνά. Αυτό ισχύει και για έναν κρατούμενο στις φυλακές Νιγρίτας των Σερρών, με τον ίδιο να φοβάται ότι η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο. Κάτι λογικό, καθώς είναι σαν να έχει… δεύτερο κεφάλι.
«Έχω ενοχλήσει πέντε φορές την υπηρεσία, διευθυντή, εισαγγελέα, αρχιφύλακα, κοινωνική υπηρεσία και δεν βλέπω βοήθεια από κανέναν. Έχω μιλήσει με την πρεσβεία, δεν με βοηθάει κανένας…», υποστήριξε ο Βούλγαρος υπήκοος, ο οποίος κρατείται για παράνομη διακίνηση μεταναστών στην Ελλάδα.
Με δηλώσεις του στο κανάλι «Ένα» των Σερρών, ζητά να μεταφερθεί στη χώρα του, προκειμένου να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση και να είναι κοντά στους συγγενείς του, τους οποίους έχει να δει πέντε χρόνια. «Έχω μιλήσει με πέντε εισαγγελείς της φυλακής και κανένας δεν μπορεί να με συμβουλεύσει για το τι πρέπει να κάνω βάσει νόμου», ανέφερε.
«Η Βουλγαρία με έχει ζητήσει δύο φορές και η Ελλάδα λέει ότι δεν υπάρχει εδώ το όνομά μου», πρόσθεσε.
Βάσει των όσων σημειώνει η ιστοσελίδα serraikanea.gr (από την οποία προέρχονται και οι φωτογραφίες), ο κρατούμενος ετοιμάζεται να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ενώ υποστηρίζει πως ο τεράστιος όγκος προκλήθηκε από χτύπημα όπλου αστυνομικού τη στιγμή της σύλληψής του. Ο όγκος (ύγρωμα ή λίπωμα) ξεκίνησε σε μέγεθος καρυδιού και έφτασε να είναι πλέον τεράστιος.
Η κατάσταση της υγείας του, «απαιτείται εξειδικευμένη ιατρική φροντίδα την οποία δεν μπορεί να έχει εκεί που κρατείται», σύμφωνα με τον συνήγορό του.
«Οι αστυνομικοί που με σταμάτησαν με ρώτησαν τι μετέφερα στο μίνι λεωφορείο, εγώ τους απάντησα ότι μετέφερα ανθρώπους, πρόσφυγες. Άνοιξα την πλευρική πόρτα του μίνι λεωφορείου και μετά είδαν ότι ήταν πολλοί και φώναζαν. Οι αστυνομικοί αρχικώς αγχώθηκαν, διότι ήταν μόνο δύο. Ο ένας από αυτούς μου είπε να βάλω τα χέρια μου στο τιμόνι, για να μου βάλουν χειροπέδες στα χέρια, από το ανοιχτό παράθυρο. Αλλά αυτός, όπως ήμουν δεμένος με τη ζώνη ασφαλείας στο μίνι λεωφορείο με έδεσαν με τις χειροπέδες και τα χέρια μου παρέμειναν ανάμεσα στο τιμόνι του μίνι λεωφορείου», περιέγραψε για το περιστατικό αυτό.
Και πρόσθεσε: «Ο αστυνομικός άρχισε να με τραβάει από το κάθισμα του οδηγού, στο οποίο καθόμουν για να με κατεβάσει στο έδαφος, αλλά στην αναστάτωσή τους βιάζονταν να με κατεβάσουν από το μίνι λεωφορείο. Καθώς βιάζονταν, δεν πρόσεξαν ότι αφού οι χειροπέδες ήταν ανάμεσα στο τιμόνι, εγώ δεν μπορούσα να κατέβω από το αυτοκίνητο και όπως με τραβούσαν με το ένα χέρι αφαίρεσε το πιστόλι του άρχισε να με χτυπά με τη λαβή από το πιστόλι. Ένα από τα χτυπήματα ήταν ακριβώς κάτω από το κεφάλι στο πίσω μέρος. Εγώ σε αυτό το σημείο δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, διότι ήμουν δεμένος με χειροπέδες και το τιμόνι του μίνι λεωφορείου, παρ’ όλα αυτά, είχα αποδεσμευτεί από το κούμπωμα εκεί κάτω χαμηλά, εκεί που είχα δεθεί είχα κολλήσει όπως ήδη έχω εξηγήσει ανάμεσα στις χειροπέδες».
Επίσης, μεταξύ άλλων, σημείωσε: «Κάποια στιγμή ήρθε και ακόμα ένας αστυνομικός για υποστήριξή τους και αυτοί οι δύο ησύχασαν λίγο. Ήρθαν ακόμα ένας – δύο αστυνομικοί, άλλοι από αυτούς που ήταν ήδη εκεί, οι οποίοι προσπάθησαν να με βγάλουν από το μίνι λεωφορείο, είδαν ότι δεν μπορούσαν αν με τραβήξουν ή να κάνουν κάτι άλλο… Κατάλαβαν ότι εξαιτίας του τιμονιού του μίνι λεωφορείου, δεν μπορούσαν να με κατεβάσουν στο έδαφος. Το μέρος πίσω από το κεφάλι μου πονούσε, αλλά εγώ δεν μπορούσα να αγγίξω με τα χέρια μου εκεί όπου με πονούσε, γιατί οι αστυνομικοί που ήρθαν μετά, ήδη μου έδεσαν τα χέρια πίσω στην πλάτη με τις χειροπέδες».