Προειδοποιεί ο σεισμολόγος και επιστημονικός συνεργάτης Ε.Ε. και UNESCO, δρ Γεράσιμος Παπαδόπουλος, με άρθρο του στην εφημερίδα «Τα Νέα», στο οποίο τονίζει πως «το ελληνικό σεισμικό τόξο έχει αποσταθεροποιεί».
Όπως γράφει, μετά τον ισχυρό σεισμό στην Αλβανία μεγέθους 6,4 στις 26 Νοεμβρίου, οι έλληνες σεισμολόγοι εκτιμήσαμε ότι μάλλον δεν θα επηρεάσει τον ελλαδικό χώρο. Μια μέρα μετά ακολούθησε ο ισχυρός σεισμός μεγέθους 6,1 στα δυτικά της Κρήτης. Το βασικό χαρακτηριστικό ήταν ότι επρόκειτο για σεισμό ενδιάμεσου βάθους, με εστία σε βάθος 70 χλμ.
«Τότε εκτίμησα δημοσίως ότι η αθροιστική επίδραση των δύο σεισμών ίσως αποσταθεροποιήσει το σύστημα ρηγμάτων στην περιοχή μας. Μερικές μέρες αργότερα εξελίχθηκε σεισμική δράση στα νότια της Δυτικής Κρήτης με περίπου 100 σεισμούς μεγέθους από 2 έως 4,5. Χθες βράδυ η δράση μετατοπίστηκε στα ανατολικά της Κρήτης με μέτριο μέγεθος 5,3 και με επίσης σημαντικό εστιακό βάθος. Λίγες ώρες αργότερα έγινε κι άλλος σεισμός βάθους περίπου 140 χλμ. μεγέθους 4,1 στον θαλάσσιο χώρο της Κέας. Η γένεση σειράς σεισμών βάθους στην ευρύτερη περιοχή της Κρήτης και του ΝΔ Αιγαίου μάλλον δεν είναι τυχαία», γράφει ο σεισμολόγος.
Όπως γράφει ακόμη στο άρθρο του, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με τον σεισμό στις 27 Νοεμβρίου μεγέθους 6,1 η αφρικανική λιθοσφαιρική πλάκα προέλασε από τη Μεσόγειο προς τα βορειοανατολικά και προχώρησε κατά μερικά εκατοστά κάτω από την περιοχή Δ. Κρήτης – Αντικυθήρων. Είναι αρκετά πιθανό ότι αυτή η μετακίνηση αύξησε την πίεση κατά μήκος του ελληνικού σεισμικού τόξου. Η πίεση αυτή προκαλεί τη σεισμική δράση που παρατηρούμε μετά τον ισχυρό σεισμό στις 27/11/2019.
Τους σεισμούς δεν πρέπει να τους βλέπουμε ως στατικά φαινόμενα αλλά με τη ματιά που η δυναμική των ίδιων των φαινομένων επιβάλλει. Αυτό διδάσκει η διεθνής έρευνα, αλλά και στην Ελλάδα όπου στο παρελθόν είδαμε πολλές φορές να υπάρχουν αλληλεπιδράσεις μεταξύ των σεισμών. Με αυτή την έννοια θα ήταν ίσως επιπόλαιο να υποθέσουμε ότι η παρούσα φάση της σεισμικής έξαρσης έληξε.
Το ενδεχόμενο και άλλων σεισμών, έστω και μετρίου μεγέθους, είναι ανοιχτό. Συνεπώς από την επιστημονική κοινότητα απαιτείται πολύ προσεκτική παρακολούθηση και αξιολόγηση της εξελισσόμενης σεισμικής δράσης».
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο και σχετικό ρεπορτάζ στα «Νέα» που κυκλοφορούν σήμερα