Το πράσινο φως για την έναρξη νέων ανασκαφών στην Αρχαία Σικυώνα, μια από τις σημαντικότερες πόλεις της αρχαιότητας, έδωσε το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο.
Το τριετές ανασκαφικό πρόγραμμα, που ξεκινά φέτος τον Ιούνιο υπό την αιγίδα της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας και τη διεύθυνση του επίκουρου καθηγητή του Πανεπιστημίου της Θεσσαλίας Γιάννη Λώλου, θα συνεχιστεί σε πρώτη φάση μέχρι το 2015 και με δυνατότητα επέκτασης. Παράλληλα, θα «τρέχει» ένα άλλο πρόγραμμα: αυτό της αναστήλωσης και ανάδειξης του αρχαίου θεάτρου της Σικυώνας, ένα από τα μεγαλύτερα της αρχαιότητας, τις εργασίες του οποίου έχει αναλάβει το σωματείο «Διάζωμα» και τη χρηματοδότηση, σε πρώτη φάση, η Περιφερειακή Ενότητα Κορινθίας και ο δήμος Σικυωνίων.
Οι ανασκαφές στην αρχαία αγορά της Σικυώνας «επανενεργοποιούν» ουσιαστικά τις έρευνες που είχε πραγματοποιήσει η Αρχαιολογική Εταιρεία στο παρελθόν, δηλαδή τη δεκαετία του 1920 υπό την διεύθυνση του Αλέξανδρου Φιλαδελφέως, αργότερα (1933 – 1941 και 1951 – 1954) υπό τον Αναστάσιο Ορλάνδο και τη δεκαετία του 1980 από την Καλλιόπη Κρυστάλλη – Βότση.
Οι παραπάνω ανασκαφές είχαν επικεντρωθεί στον χώρο της αρχαίας αγοράς, φέρνοντας στο φως σημαντικά μνημεία, όπως έναν ναό, τη μακρά στοά, την παλαίστρα, το βουλευτήριο και τμήμα του κοίλου του θεάτρου.
Το αρχικό αίτημα της Αρχαιολογικής Εταιρείας και του κ. Λώλου ήταν πενταετές και αφορούσε στην περιοχή νότια και νοτιοανατολικά της μακράς στοάς και του ιερού που βρίσκεται στη βορειοδυτική πλευρά της αρχαία αγοράς, καθώς και της τρίκλιτης βασιλικής στα νοτιοανατολικά του ανασκαμμένου ναού με σκοπό να «φωτιστεί» η άγνωστη βυζαντινή Σικυώνα.
Στο τριετές πρόγραμμα, που εγκρίθηκε τελικά, συμπεριλαμβάνονται οι έρευνες στο ιερό και στη στοά -συγκεκριμένα στα δωμάτια που δεν ανασκάφτηκαν από τον Αναστάσιο Ορλάνδο-, ενώ μετά το πέρας της τριετίας το θέμα της συνέχισης τους θα επανέλθει στο Συμβούλιο.
Ο καθηγητής Γιάννης Λώλος ασχολείται εδώ και χρόνια με την περιοχή, ενώ έχει πραγματοποιήσει και επιστημονικές δημοσιεύσεις για το θέμα. Κατά τη διάρκεια έξι ερευνητικών περιόδων (2004-2009), ο ίδιος και οι συνεργάτες του πραγματοποίησαν εντατική επιφανειακή και γεωφυσική έρευνα σε περισσότερα από 2.500 στρέμματα του πλατώματος της ελληνιστικής πόλης, ενώ έχουν μετρηθεί όλα τα όστρακα και τα κεραμίδια και έχουν καταγραφεί περίπου 800 κατά χώρα και άλλα 1.000 διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη. Η χρηματοδότηση των ανασκαφών είναι εξασφαλισμένη από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς.
Το ΚΑΣ γνωμοδότησε θετικά για την έναρξη άλλης μιας καινούργιας ανασκαφής. Πρόκειται για τη θέση «Φανερωμένη» στο Χιλιομόδι Κορινθίας, όπου τη δεκαετία του 1980 εντοπίστηκε η μοναδική γραπτή σαρκοφάγος των αρχαϊκών χρόνων, η οποία πρόκειται να εκτεθεί στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κορίνθου, που ετοιμάζει την επανέκθεσή του.
Οι έρευνες στην περιοχή, που θα διαρκέσουν τρία χρόνια υπό τη διεύθυνση της Έλενας Κόρκα, αρχαιολόγου και προϊσταμένης της Εφορείας Αρχαιοπωλείων και Ιδιωτικών Συλλογών, θα επιχειρήσουν να δώσουν απαντήσεις σε ερωτήματα που αφορούν την αρχαιολογική σημασία της περιοχής, που γειτνιάζει με τον υπό οριοθέτηση αρχαιολογικό χώρο της αρχαίας Τενέας, γνωστή επίσης για τις δράσεις των αρχαιοκαπήλων.
Η ιστορία εξάλλου των δίδυμων κούρων, που το 2010 γλύτωσαν την τελευταία στιγμή από τα πλοκάμια του αρχαιοκαπηλικού κυκλώματος, αφορούσε αυτή ακριβώς την περιοχή.