«Η ενεργειακή φτώχεια αποτελεί ένα σοβαρό κοινωνικό, οικονομικό και περιβαλλοντικό πρόβλημα του σύγχρονου κόσμου, με την Ελλάδα να βρίσκεται στην κορυφή των ευρωπαϊκών χωρών που πλήττονται από αυτή», τόνισε το στέλεχος της διεύθυνσης Προστασίας Καταναλωτών και Περιβάλλοντος και Λιανικών Αγορών της Ρυθμικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ), Δρ Λευκοθέα Παπαδά.
Η ίδια επισήμανε τη σημαντική υστέρηση στην αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος της ενεργειακής φτώχειας και την αναγκαιότητα εξειδικευμένης ενεργειακής πολιτικής σε τοπικό, εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο για την αντιστροφή της παρούσας κατάστασης, στη διάρκεια χθεσινοβραδινής εσπερίδας που διοργάνωσε η ΡΑΕ, στο πλαίσιο της 84ης ΔΕΘ, με θέμα «Λιανική αγορά ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου και καταναλωτές».
Παρουσιάζοντας το πρωτοποριακό ερευνητικό έργο, στο οποίο συμμετέχει η ΡΑΕ μαζί με το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και τον δήμο Μετσόβου, το οποίο φέρει τον τίτλο «STEP-IN – Using Living Labs to roll out Sustainable Strategies for Energy Poor Individuals)» και έχει ως αντικείμενο την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η κ. Παπαδά ανέλυσε τα βασικά αίτια εμφάνισης του προβλήματος και τις ιδιαιτερότητες του στην ελληνική επικράτεια, αλλά και στις ορεινές περιοχές. Τονίζεται ότι το έργο είναι διάρκειας 30 μηνών, ξεκίνησε να «τρέχει» 1/6/2018, χρηματοδοτείται από το Horizon 2020 της ΕΕ και σε αυτό συμμετέχουν 30 εταίροι από έξι χώρες.
Όπως ανέφερε, σε παγκόσμιο επίπεδο, 1,2 δισ. άνθρωποι (το 16% του παγκόσμιου πληθυσμού) ζουν στο «σκοτάδι», χωρίς ηλεκτρική ενέργεια, ενώ περισσότεροι από 2,7 δισ. άνθρωποι (το 38% του παγκόσμιου πληθυσμού) δεν έχουν πρόσβαση σε καθαρές εγκαταστάσεις μαγειρέματος. Διευκρίνισε μάλιστα, ότι το 95% των πληθυσμών αυτών ζουν σε περιοχές της υποσαχάριας Αφρικής και των αναπτυσσόμενων περιοχών της Ασίας.
Κατά την τοποθέτησή της, η κ. Παραδά σημείωσε ότι η ενεργειακή φτώχεια στις αναπτυγμένες χώρες δε συνδέεται με την προσβασιμότητα σε υπηρεσίες ενέργειας, αλλά με το προσιτό κόστος αυτών των υπηρεσιών και προκαλείται κυρίως από τρεις παράγοντες: το χαμηλό εισόδημα του νοικοκυριού, το υψηλό κόστος ενέργειας και τη χαμηλή ενεργειακή απόδοση του σπιτιού.
Τονίζοντας ότι οι επιπτώσεις ενεργειακής φτώχειας αφορούν σε υγεία, ποιότητα ζωής, περιβάλλον και την οικονομία, η ίδια έκανε ιδιαίτερη αναφορά στα σοβαρά προβλήματα ενεργειακής φτώχειας στις ορεινές περιοχές, οι οποίες χαρακτηρίζονται από σταθερά δυσμενέστερα χαρακτηριστικά, όπως: αυξημένες θερμικές ανάγκες, λόγω κλίματος, χαμηλότερα εισοδήματα, λόγω ασθενέστερης παραγωγικής βάσης, παλαιότερο κτιριακό δυναμικό και γεωγραφική απομόνωση.
Αναφερόμενη στα πρώτα ευρήματα της κοινωνικής έρευνας στο Μέτσοβο, σύμφωνα με το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, η ίδια επισήμανε:
- 14% των κατοικιών έχουν χτιστεί μετά την εφαρμογή του Κανονισμού Θερμομόνωσης Κτιρίων (1980), γεγονός που προδιαθέτει για σημαντικά μειωμένη ενεργειακή αποδοτικότητα σε αυτές.
- 60% των σπιτιών δε διαθέτουν κανένα μέτρο «ενεργειακής θωράκισης» του κτιριακού τους κελύφους.
- 46% των νοικοκυριών χρησιμοποιούν πετρέλαιο ως κύριο σύστημα θέρμανσης έναντι 70% το 2011, με μεγάλη στροφή στη χρήση βιομάζας (50% έναντι 20% το 2011), λόγω οικονομίας εξαιτίας της κρίσης.
- 30% των νοικοκυριών δηλώνουν παρουσία υγρασίας/ υδρατμών σε τοίχους και παράθυρα.
- 19% των νοικοκυριών δηλώνουν αίσθηση ανεπαρκούς θερμικής άνεσης στο σπίτι το χειμώνα.
- Περικοπές στις ώρες θέρμανσης, περικοπές άλλων δαπανών για να καλυφθούν τα ενεργειακά έξοδα, θέρμανση μόνο τμήματος του σπιτιού κλπ
- Μια κατοικία στην περιοχή καλείται να πληρώσει 2.237 ευρώ ετησίως, κατά μέσο όρο, για την κάλυψη των θερμικών της αναγκών
Λέγοντας έχει ήδη υπάρξει, πανευρωπαϊκά, καθυστέρηση στην αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος της ενεργειακής φτώχειας, η ίδια επισήμανε ότι το ερευνητικό έργο STEP-IN κινείται στη διεπιφάνεια μεταξύ επιστημονικής έρευνας και κοινωνικής πραγματικότητας και για αυτό, όπως σημείωσε, η υλοποίησή του αποτελεί ένα σημαντικό βήμα στο κομμάτι της κατανόησης και της μεθοδολογικής προσέγγισης του προβλήματος, της ευαισθητοποίησης γύρω από την ενεργειακή φτώχεια και της κινητοποίησης λήψης στοχευμένων μέτρων αντιμετώπισης του προβλήματος σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.