Μία νέα μέθοδος ανίχνευσης του ενδεχομένου πρόσμιξης (νοθείας) σε προϊόντα ονομασίας προελεύσεως (ΠΟΠ) έχει αναπτυχθεί πρόσφατα στο ΙΝΕΒ/ΕΚΕΤΑ, με στόχο την προστασία παραγωγών, εταιρειών και του καταναλωτικού κοινού.
Η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται από την ερευνητική ομάδα του Δρ. Παναγιώτη Μαδέση και βασίζεται στην εξέταση μικρών περιοχών στο DNA των φυτών (DNA barcoding) με την οποία μπορεί να διεξαχθεί η ιχνηλασιμότητα τυχόν προσμίξεων, ακόμα και 1% από άλλα είδη. Με αυτόν τον τρόπο γίνεται η ταυτοποίηση ειδών, αλλά και εμπορικών προϊόντων, που έχουν υποστεί επεξεργασία.
Η μέθοδος βρίσκει εφαρμογή στην αναγνώριση ειδών ή ακόμη και ποικιλιών τόσο σε μη επεξεργασμένα, όσο και σε πλήρως επεξεργασμένα τρόφιμα, αποκαλύπτοντας τη μοριακή ταυτότητα του προϊόντος και εξασφαλίζοντας τη γνησιότητά του. Ήδη έχει εφαρμοστεί με επιτυχία στην ταυτοποίηση της φάβας Σαντορίνης και αξίζει να σημειωθεί πως στην Ελλάδα η εφαρμογή της μεθόδου γίνεται μέχρι σήμερα μόνο στα εργαστήρια του ΙΝΕΒ/ΕΚΕΤΑ.
Τα νωπά προϊόντα, τα οποία πωλούνται χωρίς καμία επεξεργασία μπορούν να ταυτοποιηθούν με διάφορες αναλυτικές τεχνικές ή ακόμη και οπτικά. Όμως οι περισσότερες τροφές υφίστανται μικρού ή μεγάλου βαθμού επεξεργασία πριν καταλήξουν στο ράφι, με αποτέλεσμα να καθίσταται δύσκολη η αναγνώριση των ειδών από τα οποία προήλθαν. Παρόλα αυτά, το DNA των ειδών παραμένει στα προϊόντα, όμως είναι κατακερματισμένο σε μικρά θραύσματα και με τη βοήθεια της μεθόδου που εφαρμόζεται στο ΙΝΕΒ/ΕΚΕΤΑ μπορεί να ανιχνευθεί.
Η σημαντικότητα της μεθόδου ενισχύεται από την μετά τα πρόσφατα διατροφικά σκάνδαλα, την ανάπτυξη του εμπορίου και την τεχνολογική πρόοδο στην παραγωγή τροφίμων κατά τη τελευταία δεκαετία. Επιπλέον, η ανάπτυξη προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας με βάση τα φυτά έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον για την ανίχνευση του ενδεχομένου νοθείας με είδη κατώτερης ποιότητας.