Τα αναγνώσματα από την Παλαιά Διαθήκη που προεικονίζουν την Ανάσταση διάβασαν το πρωί στις εκκλησίες οι ιερείς λαμπροφορεμένοι, σε κλίμα αναστάσιμο και χαρούμενο. Στην Πρώτη Ανάσταση η ευαγγελική περικοπή αναφέρθηκε στον κενό τάφο, την παρουσία του αγγέλου και κυρίως τη διαβεβαίωση του Χριστού στους μαθητές ότι θα είναι μαζί μας μέχρι το τέλος της ιστορίας, τη συντέλεια, δηλαδή, των αιώνων. Την πορεία από την Πρώτη Ανάσταση, το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, ως τη μυσταγωγική ακολουθία της Αναστάσεως περιγράφει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Μιχαήλ Τρίτος.
Μιλά για τη γιορτή που δεν αποτελεί απλώς, όπως λέει, μια μεταφορά της παράδοσης αλλά ανταποκρίνεται στον βαθύτερο ψυχισμό του πιστού. Εξηγεί τους συμβολισμούς που κρύβουν οι λαμπάδες, οι θόρυβοι χαράς που γίνονται όταν ψάλλεται το «Χριστός Ανέστη», το Αναστάσιμο Φως και τα κόκκινα αυγά. Παρουσιάζει, άλλωστε, λιγότερο γνωστά έθιμα όπως η διατήρηση των κεριών ως φυλακτά, η λιτανεία και ο χορός της Αναστάσεως και το τάμα που κάνουν οι οικογένειες για να πλειοδοτήσουν στην εκκλησία και να πάρουν μαζί τους την εικόνα της Αναστάσεως ή την ελληνική σημαία.
«Η Ανάσταση του Χριστού αποτελεί το μεγαλύτερο γεγονός στην ιστορία του κόσμου. Κάθε αλήθεια του Χριστιανισμού θεμελιώνεται στην Ανάσταση και το παν εξαρτάται από αυτήν. Η Ανάσταση είναι ο ακρογωνιαίος λίθος πάνω στον οποίο στηρίζεται ο Χριστιανισμός, το επίκεντρο της πίστεως και της ζωής μας, ο άξονας περιστροφής του μεταμορφωμένου κόσμου που είναι ταυτόχρονα ιστορικό, υπαρξιακό, εσχατολογικό γεγονός, αλλά και μια πραγματικότητα που δέθηκε άμεσα με τη βιοθεωρία και την απαντοχή του ελληνικού λαού», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Για το μήνυμα της Πρώτης Ανάστασης τονίζει ότι πρόκειται για «μια διαβεβαίωση που στηρίζει τη ζωή μας, καθώς έχουμε απογοητευθεί από τα πολιτικά συστήματα, τις κοινωνικές θεωρίες, τις διάφορες θεωρίες και ζητάμε να βρούμε ένα στήριγμα. Αυτό το στήριγμα είναι η πίστη στον Αναστάντα Χριστό και τη χαρά της Αναστάσεως».
Φτάνοντας στην πανηγυρική νυχτερινή ακολουθία της Αναστάσεως, όπως αναφέρει, οι χαρούμενες αναστάσιμες λαμπάδες, σε συνδυασμό με το γενικότερο εορταστικό κλίμα, δίνουν έναν ξεχωριστό εορταστικό τόνο από τον οποίο εμπνεύστηκαν οι μεγάλοι ποιητές και λογοτέχνες. Οι θόρυβοι χαράς που γίνονται όταν ψέλνεται το «Χριστός Ανέστη», κρότοι, πυροβολισμοί σπάσιμο αγγείων, έχουν πολλές εξηγήσεις, όπως παρατηρεί ο καθηγητής της λαογραφίας Δημήτριος Λουκάτος. Πρώτον, συμβολίζουν τη χαρά για τη νίκη και το θρίαμβο της ζωής πάνω στο θάνατο, δεύτερον, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, όλοι οι εχθροί του Χριστού και όλα τα κακά πνεύματα που φθονούν την Ανάσταση χρειάζονται διώξιμο και κυνηγητό και, τρίτον, υπάρχει ο εθνικός λόγος της μακροχρόνιας ελπίδας και χαράς των σκλαβωμένων Χριστιανών για την ανάσταση του γένους.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο της μεγάλης αυτής ημέρας είναι το Αναστάσιμο φως. Η μεταφορά του στο σπίτι μετά την νυχτερινή Θεία Λειτουργία σημαίνει τη μετάδοση της ευλογίας της Αναστάσεως. Με το αναστάσιμο φως οι Έλληνες σταυρώνουν το ανώφλι της πόρτας, ανάβουν το καντήλι και στη συνέχεια το μεταφέρουν στους στάβλους και τα ζώα για να ευλογηθούν και εκείνα από το φως της Αναστάσεως.
«Πρέπει να σημειωθεί ότι το Αναστάσιμο φως παραμένει άσβεστο μέχρι την ημέρα της Αναλήψεως. Τα λαμπροκέρια του Πάσχα χρησιμοποιούνταν από το λαό μας ως φυλακτά για το βάσκαμα, το χαλάζι, τους κεραυνούς, τις τρικυμίες και γενικά για την αποτροπή όλων των κακών» τονίζει ο κ. Τρίτος. Παράλληλα αναφέρει ότι εθνική συνήθεια, που χρονολογείται από τα βυζαντινά χρόνια είναι το πασχαλινό αρνί που ψήνεται στη σούβλα. Στο έθιμο αυτό βλέπει κανείς πέρα από το σχετικό ιουδαϊκό έθιμο την εφαρμογή σχετικού χωρίου του Αποστόλου Παύλου «και γαρ το Πάσχα ημών υπέρ ημών αιτήθη Χριστός» (α’ Κορινθίους Ε,7).
Άλλο έθιμο του Πάσχα είναι τα κόκκινα αυγά. Πρόκειται για μια παράδοση που συμβολίζει τη νίκη της ζωής πάνω στο θάνατο. Με το τσούγκρισμα των αυγών υποδηλώνεται η έγερση του Χριστού, της αληθινής ζωής από το θάνατο. Ακόμη και ο φλοιός από τα κόκκινα αυγά χρησιμοποιείται στην ύπαιθρο για την γονιμότητα των αγρών.
Το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα τελείται η δεύτερη ανάσταση ή ο Εσπερινός της αγάπης. «Ονομάζεται αγάπη γιατί οι χριστιανοί συγχωρούν ο ένας τον άλλον και ανταλλάσσουν τον ασπασμό της αγάπης και το συγχωρήσωμεν πάντα τη Αναστάσει. Επίσης, στη διάρκεια του ίδιου εσπερινού γίνεται και η ανταλλαγή των στασιδίων. Σε άλλα μέρη οι χριστιανοί κάθονται σε κοινά τραπέζια κατά το πρότυπο των πρωτοχριστιανιών αγαπών», επισημαίνει.
Όπως άλλωστε σημειώνει, συνοδευτικά έθιμα του εσπερινού της αγάπης είναι η λιτανεία της Αναστάσεως και ο χορός. Η λιτανεία γίνεται πριν ή μετά το τέλος του Εσπερινού. Προηγούνται το λάβαρο με την εικόνα της Αναστάσεως και η ελληνική σημαία για τα οποία χρειάζεται να πλειοδοτήσει κανείς σε χρηματική προσφορά προκειμένου να τα πάρει στα χέρια του. Αυτό γίνεται ακόμη και σήμερα σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Είναι ένα τάμα που το κάνει μια οικογένεια για να πάρει ή την εικόνα της Αναστάσεως ή τη σημαία.
Ο μεγαλόπρεπος και επιβλητικός χορός του Πάσχα γίνεται μπροστά ή γύρω από την Εκκλησία, με τραγούδια προσαρμοσμένα στην ιερότητα της ημέρας, με βήματα αργά και σοβαρά, με την τοπική στολή, με τάξη και κοινωνική ιεραρχία και με τη συμμετοχή συχνότατα του παπά.
Ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μιλά, τέλος, για τη σχέση του Πάσχα με τον Ελληνισμό καθώς, όπως λέει, «στις δύσκολες ώρες της δοκιμασίας του, το έθνος μας έβλεπε στη γιορτή της Αναστάσεως του Χριστού την πεποίθηση για την αναγέννηση και την άνοδό του στο φως». Στα σκληρά χρόνια της Τουρκοκρατίας, άλλωστε, η ευχή ήταν «Χριστός Ανέστη και η Ελλάς Ανέστη». Ο Ελληνισμός συνταύτιζε το Πάσχα με την ελπίδα, την επιβίωση, την ελευθερία και τη χαρά της ζωής. Ιδιαίτερα ο νέος ελληνισμός διαμορφώθηκε με άξονα της ιδέας της Αναστάσεως του Γένους.