Εντυπωσιακή αύξηση, κατά περίπου 40% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2018, κατέγραψε στο πρώτο δίμηνο του 2019 η αξία των εξαγωγών ελληνικών ενδυμάτων «χτίζοντας» πάνω στην ανοδική πορεία που σημειώνει ο κλάδος την τελευταία διετία. Μάλιστα, τα ελληνικά ρούχα, που μέχρι πρότινος πωλούνταν κυρίως με ιδιωτική ετικέτα για λογαριασμό ξένων εταιρειών, πλέον εξάγονται σε μεγάλο βαθμό με το δικό τους brand, απευθυνόμενα μάλιστα στο μεσαίο και υψηλό κομμάτι της αγοράς και κατακτώντας τις βιτρίνες των καταστημάτων σε απαιτητικούς εξαγωγικούς προορισμούς της Ευρώπης.
Τα παραπάνω προκύπτουν από όσα επισήμανε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο γενικός διευθυντής του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Πλεκτικής και Ετοίμου Ενδύματος Ελλάδος (ΣΕΠΕΕ), Θεόφιλος Ασλανίδης, σύμφωνα με τον οποίο η συνεχιζόμενη πτώση της ζήτησης στην εγχώρια αγορά οδηγεί ολοένα περισσότερες επιχειρήσεις του κλάδου στην εφαρμογή στρατηγικής για τη διεύρυνση του ποσοστού του τζίρου τους, που προέρχεται από πωλήσεις στο εξωτερικό.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με στοιχεία του ΣΕΠΕΕ, που βασίζονται σε επεξεργασία στατιστικών της Eurostat, κατά το πρώτο δίμηνο του έτους, η αξία των ελληνικών εξαγωγών ενδυμάτων έφτασε τα 163 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση κατά 39,8% έναντι του 2018, οπότε διαμορφώθηκε 116 εκατ. ευρώ. Η πολύ καλή πορεία του πρώτου διμήνου του 2019 αποτελεί συνέχεια τόσο του 2017 όσο και του 2018: Τη συγκεκριμένη διετία οι εξαγωγές ενδυμάτων κατέγραψαν αθροιστικά αύξηση 25%. Οριακά αυξημένες ήταν οι εξαγωγές και της κλωστοϋφαντουργίας οι οποίες ανήλθαν σε 61,5 εκατ. ευρώ. Εντυπωσιακή αύξηση καταγράφηκε στις εξαγωγές ελληνικού βαμβακιού, με την αξία τους να διαμορφώνεται στα 122,6 εκατ., αυξημένη κατά 60% σε σχέση με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του 2018.
Αύξηση της αξίας των εξαγωγών το πρώτο δίμηνο του 2019
Συνολικά οι εξαγωγές της αλυσίδας ένδυσης – κλωστοϋφαντουργίας, συμπεριλαμβανομένης της πρωτογενούς παραγωγής (βαμβακιού), κατέγραψαν αύξηση 36,4% (σε αξία) το πρώτο δίμηνο του 2019. Η αξία εξαγωγών ανήλθε σε 347 εκατ. ευρώ έναντι 254 εκατ. στο πρώτο δίμηνο του 2018. Αντίθετη με την πορεία των εξαγωγών είναι η κατάσταση στην εγχώρια αγορά. Το πρώτο δίμηνο οι πωλήσεις τόσο της χονδρικής, όσο και της λιανικής παρουσιάζουν πτώση. Η μείωση στις πωλήσεις χονδρικής κυμαίνεται σε ποσοστό 6,8%, ενώ οι λιανικές πωλήσεις είναι μειωμένες κατά 9,8%. Όπως διαπιστώνεται, η κατανάλωση στην εγχώρια αγορά εξακολουθεί να συρρικνώνεται λόγω της οικονομικής αδυναμίας των καταναλωτών.
Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Ασλανίδης περιέγραψε την αύξηση της αξίας των εξαγωγών κατά το δίμηνο ως πολύ υψηλή και την απέδωσε «στον εγκλωβισμό που βιώνουν οι εταιρείες στην εγχώρια αγορά, όπου η κατανάλωση εξακολουθεί να μειώνεται, με αποτέλεσμα να στρέφονται στο εξωτερικό». Η αξία των εξαγωγών αυξάνεται και χάρη στο γεγονός ότι διευρύνεται το μερίδιο πωλήσεων εξωτερικού με «όνομα», δηλαδή με ελληνικό brand. Η μερίδα του λέοντος των ελληνικών εξαγωγών -ποσοστό άνω του 80%- εξακολουθεί να κατευθύνεται στις αγορές της ΕΕ, με την πρώτη εξάδα να απαρτίζεται από τις χώρες Γερμανία, Κύπρος, Ιταλία, Αγγλία, Γαλλία και Ισπανία.
Ερωτηθείς αν θεωρεί πως οι ξένοι καταναλωτές προτιμούν συνειδητά το ελληνικό ρούχο, ο γενικός διευθυντής του ΣΕΠΕΕ απαντά ότι «οι καταναλωτές στο εξωτερικό συχνά δεν γνωρίζουν αν ένα brand είναι ελληνικό ή όχι -εδώ το ίδιο συμβαίνει συχνά και εντός της ελληνικής αγοράς. Προτιμούν τα ελληνικά ρούχα γιατί τους πείθουν με την ποιότητα και το design τους, αλλά και χάρη στη στρατηγική που εφαρμόζουν οι ελληνικές επιχειρήσεις για να μπουν σε μια ξένη αγορά, η οποία διαφέρει αναλόγως του σε ποιο κομμάτι της απευθύνονται (χαμηλό, μεσαίο ή υψηλό)».
Έχει αρχίσει το ελληνικό ρούχο να «μπαίνει» στις βιτρίνες των «καλών» μαγαζιών του εξωτερικού; «Οι περισσότερες ελληνικές εξαγωγές απευθύνονται στο κομμάτι της αγοράς από τη μέση και προς τα πάνω, οπότε ναι. Πρόκειται για μια κατάκτηση, που έχει γίνει εμφανής κυρίως τα τελευταία χρόνια, που τα ελληνικά brands στρατηγικά διευρύνουν τον κύκλο εργασιών τους εκτός Ελλάδας, βλέποντας τον ορίζοντα μέσα από την επέκτασή τους στις αγορές του εξωτερικού» απαντά ο κ. Ασλανίδης.
Υπενθυμίζεται ότι το 2018 έκλεισε για τις ελληνικές εξαγωγές με αύξηση της αξίας τους κατά 10,6% έναντι του 2017. Επρόκειτο για τη δεύτερη κατά σειρά θετική χρονιά για τον κλάδο, αφού και το 2017 είχε καταγραφεί άνοδος των εξαγωγών κατά 11,2%. Από το 2013 και έπειτα, με εξαίρεση το 2015, έτος επιβολής των capital controls, οι εξαγωγές ενδυμάτων καταγράφουν άνοδο. Η πορεία βελτίωσης των εξαγωγών επώνυμου ελληνικού ρούχου, έναντι των πωλήσεων στο εξωτερικό με ιδιωτική ετικέτα (private label), συνεχίστηκε και το 2018. Ως αποτέλεσμα, μειώθηκε η απόσταση που χωρίζει τις εξαγωγές με «όνομα» από εκείνες με private label και η αναλογία των δύο ισορρόπησε στη μέση, με εκτιμώμενο μερίδιο περίπου 50% για καθεμία από τις δύο κατηγορίες.
Μέχρι πρόσφατα, τα ρούχα ιδιωτικής ετικέτας (private label), τα οποία ράβονται στην Ελλάδα για λογαριασμό ξένων εταιρειών, κατείχαν σημαντικά υψηλότερο μερίδιο στις ελληνικές εξαγωγές, σε σχέση με τα επώνυμα, αλλά τα τελευταία χρόνια το άνοιγμα της ψαλίδας κλείνει με ταχύ ρυθμό, με αποτέλεσμα οι δύο κατηγορίες να έχουν πλέον σχεδόν εξισωθεί. Αυτό δεν συμβαίνει επειδή οι εξαγωγές private label μειώνονται -αντίθετα αυξάνονται σταθερά- αλλά επειδή οι πωλήσεις επώνυμου ελληνικού ρούχου στο εξωτερικό «τρέχουν» πιο γρήγορα, όπως εξήγησε σε πρόσφατες δηλώσεις του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο κ. Ασλανίδης.
Εν έτει 1995, το επώνυμο ένδυμα αντιστοιχούσε μόλις στο 10% των ελληνικών εξαγωγών (σε αξία) και το υπόλοιπο 90% ήταν private label. Το 2005, τα αντίστοιχα ποσοστά διαμορφώνονταν στο 20% και 80% αντίστοιχα. Η εκτίμηση για το 2017 είναι ότι το επώνυμο ρούχο είχε μερίδιο 45% στις ελληνικές εξαγωγές και το 2018 τα ποσοστά αυτά έφτασαν στο 50%-50%. «Θεωρώ ότι το ποσοστό του επώνυμου ελληνικού ρούχου που εξάγεται θα αυξάνεται κάθε χρόνο» κατέληξε ο γενικός διευθυντής του ΣΕΠΕΕ.