Μίκρη αύξηση της κατανάλωσης ελληνικού ελαιολάδου απο μέρους βελγικών οικογενειών διαπιστώνεται τα τελευταία χρόνια, όπως σημειώνεται σε έκθεση του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της πρεσβείας μας στο Βέλγιο, ενώ οι εξαγωγές ελιών της χώρας μας στη συγκεκριμένη αγορά κατέχουν μερίδιο 22,2% των συνολικών βελγικών εισαγωγών, επί του προϊόντος αυτού.
Το Βέλγιο, χώρα καθαρά εισαγωγική σε ελαιόλαδο, καλύπτει τις ανάγκες της εσωτερικής ζήτησης με εισαγωγές κυρίως από την Ισπανία και την Ιταλία και σε μικρότερο βαθμό από την Γαλλία, την Ελλάδα και την Τυνησία.
Παρά το γεγονός ότι το ελληνικό ελαιόλαδο αναγνωρίζεται για την ανώτερη ποιότητά του και την υψηλή διατροφική αξία του, και παρ’ όλη τη σχετικά ανταγωνιστική τιμή του, παραδοσιακά ο Βέλγος καταναλωτής προτιμά το ισπανικό ή ιταλικό λάδι.
Στη μεγαλύτερη κατηγορία των βελγικών εισαγωγών ελαιολάδου, το «λοιπό παρθένο ελαιόλαδο», με συνολική αξία εισαγωγών το 2011 στα 43,04 εκατ. ευρώ, η Ισπανία κατείχε κυρίαρχο μερίδιο 38% (με εξαγωγές 16,46 εκατ. ευρώ), ακολουθούμενη από τις Ιταλία με μερίδιο 34% (εξαγωγές 14,74 εκατ. ευρώ), Γαλλία με μερίδιο 12,5% (εξαγωγές 5,4 εκατ. ευρώ), Τυνησία με μερίδιο 5,3% (εξαγωγές 2,29 εκατ. ευρώ) και Ελλάδα με μερίδιο 3,3% (εξαγωγές 1,41 εκατ. ευρώ).
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, στην αμέσως επόμενη σημαντική κατηγορία των βελγικών εισαγωγών, τα «λοιπά ελαιόλαδα», με συνολικές εισαγωγές το 2011 στα 13,85 εκατ. ευρώ, η Γαλλία κατείχε εδώ κυρίαρχο μερίδιο με 60,6% (εξαγωγές 8,39 εκατ. ευρώ), ακολουθούμενη από τις Ιταλία με μερίδιο 22% (εξαγωγές 3,04 εκατ. ευρώ) και Ισπανία με μερίδιο 7,6% (εξαγωγές 1,05 εκατ.ευρώ).
Το 2011, η χώρα μας εξήγαγε -πέραν της κύριας κατηγορίας του «λοιπού παρθένου ελαιολάδου», «παρθένο φωτιστικό ελαιόλαδο» (εξαγωγές 245,81 χιλ. ευρώ, μερίδιο 29%), «λοιπά ελαιόλαδα» (εξαγωγές 94,1 χιλ. ευρώ, μερίδιο 0,7%) και «λοιπά ραφιναρισμένα ελαιόλαδα» (εξαγωγές 82,3 χιλ. ευρώ, μερίδιο 6,4%).
Η κατανάλωση ελαιολάδου είχε παρουσιάσει σαφή σημεία κόπωσης ανάμεσα στο 2006 και 2008, οφειλόμενη α) στην αύξηση των τιμών του προϊόντος (κατά 20% περίπου), β) στην σημαντική άνοδο της κατανάλωσης παρεμφερών προϊόντων, και γ) στην γενικότερη μείωση της καταναλωτικής δαπάνης για τρόφιμα των βελγικών νοικοκυριών λόγω της αύξησης της τιμής του πετρελαίου.
Από το 2008 και έπειτα καταγράφονται εκ νέου αυξήσεις της κατανάλωσης, με διακυμάνσεις εξαιτίας των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης στα διαθέσιμα εισοδήματα των νοικοκυριών, αλλά αυξητική συνολικά πορεία. Σχηματικά μπορούμε να πούμε για την βελγική αγορά ελαιολάδου ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει αφθονία προσφοράς, με αρκετά εξειδικευμένα προϊόντα και στροφή της ζήτησης προς ποιοτικά ελαιόλαδα, και βιολογικής καλλιέργειας, σε προσιτές ωστόσο τιμές.
Οι αυξήσεις αυτές, όσον αφορά τα ελληνικά ελαιόλαδα, αφορούν ειδικά τις μεγάλες ποσότητες, ιδίως τα πεντάλιτρα, που διοχετεύονται κυρίως από τους εισαγωγείς ελληνικών προϊόντων στην ομογένεια και σε εστιατόρια ενώ οι συσκευασίες ενός λίτρου διανέμονται περισσότερο στα σουπερμάρκετ.
Το ελληνικό ελαιόλαδο διοχετεύεται, κατά ποσοστό 90% περίπου, στην ελληνική κοινότητα και τα ελληνικά εστιατόρια του Βελγίου, αν και έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια μια ελάχιστη αύξηση κατανάλωσης ελληνικού ελαιολάδου απο μέρους βελγικών οικογενειών.
Τα ελληνικά ελαιόλαδα διατίθενται κυρίως στα μεγάλα σουπερμάρκετ (Carrefour, Delhaize), σε κάποια soft discount καταστήματα (Colruyt) και στους εισαγωγείς ελληνικών τροφίμων. Ένα μέρος των παραπάνω σουπερμάρκετ (Delhaize, Colruyt και Makro) εισάγουν μεγάλες ποσότητες ελληνικού ελαιολάδου απευθείας απο Ελλάδα καθώς σε κάποια άλλα (Cora και Match) διακινείται το ελληνικό ελαιόλαδο μέσω των εισαγωγέων ελληνικών προϊόντων.
Ανταγωνισμός για τις ελληνικές επιτραπέζιες ελιές στη βελγική αγορά
Στην βασική κατηγορία ελιών που εξάγει η χώρα μας στο Βέλγιο, τις διατηρημένες σε άλμη, η αξία των εξαγωγών μας το 2011 ανήλθε σε 7,42 εκατ. ευρώ που αντιστοιχεί σε μερίδιο 22,2% των συνολικών βελγικών εισαγωγών (ύψους 33,36 εκατ. ευρώ) στο προϊόν αυτό.
Οι κυριότερες ανταγωνίστριες χώρες της Ελλάδας στη βελγική αγορά των επιτραπέζιων ελιών σε άλμη είναι πρωταρχικά το Μαρόκο που το 2011 εξήγε ελιές αξίας 9,44 εκατ. ευρώ (μερίδιο 28,3%), η Τουρκία με εξαγωγές 7,33 εκατ. ευρώ (λίγο κατώτερες από τις ελληνικές, μερίδιο 22%) και η Ισπανία με εξαγωγές 3,83 εκατ. Euro και μερίδιο 11,5%. Ακολουθούν οι Ολλανδία με 2,1 εκατ. ευρώ (μερίδιο 6,3%), Γερμανία με 1,57 εκατ. ευρώ (μερίδιο 4,7%) και Γαλλία με 553,7 χιλ. ευρώ (μερίδιο 1,7%).
Όσον αφορά τις ελιές που είναι διατηρημένες σε ξύδι / οξικό οξύ, η χώρα μας κατέχει μικρό μερίδιο των βελγικών εισαγωγών το 2011 (μόλις 3,6%, εξαγωγές 34,8 χιλ. ευρώ), ενώ το μεγαλύτερο μερίδιο έχουν η Γαλλία (29,9%, εξαγωγές 288,23 χιλ. Euro) και η Τουρκία (25%, εξαγωγές 240,9 χιλ. ευρώ).
Οι επιτραπέζιες ελιές που εισάγονται από τις ανταγωνίστριες χώρες στο Βέλγιο, διαφοροποιούνται σημαντικά τόσο ως προς τις ποικιλίες και την ποιότητα, όσο και ως προς την τιμή τους. Συγκεκριμένα, οι ελιές από τις εν λόγω χώρες είναι αφαλατισμένες. Επιπλέον, είναι πολύ πιο λεπτές και μικρές από τις ελληνικές επιτραπέζιες ελιές με αποτέλεσμα να είναι και πιο φθηνές (περισσότερα κομμάτια ανά κιλό).
Οι επιτραπέζιες ελιές ελληνικής προέλευσης είναι κατά ποσοστό 60% πράσινες ελιές (είτε ολόκληρες είτε εκπυρηνωμένες και γεμιστές με αμύγδαλο, φέτα ή κόκκινη πιπεριά) και κατά ποσοστό 40% ελιές Καλαμών και μαύρες ελιές.