Η τελετή για τα θύματα του Ολοκαυτώματος, με την οποία κορυφώθηκε η χθεσινή πορεία μνήμης, είχε μόλις ολοκληρωθεί στον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης, εκεί απ’ όπου 76 χρόνια πριν ξεκινούσαν τα πρώτα τρένα για τα στρατόπεδα – κολαστήρια της ναζιστικής μηχανής θανάτου ανά την Ευρώπη.
Ακουμπισμένος στην εξέδρα, όπου λίγο νωρίτερα όλοι όσοι ανέβηκαν διατράνωναν «ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ» στη θηριωδία, και αψηφώντας τον καυτό ανοιξιάτικο ήλιο, ο Juergen Jauch (Γιούργκεν Γιάουχ) περίμενε υπομονετικά να τελειώσει τη συζήτησή του ο ηλικιωμένος κύριος με το καπέλο και το μπαστούνι, μόνο και μόνο για να μπορέσει να του σφίξει το χέρι και να του πει «συγγνώμη».
Ο παππούς του Jurgen Jauch ήταν στρατιώτης της Βέρμαχτ, με θητεία στη Θεσσαλονίκη και ο αιωνόβιος κύριος απέναντί του ένας από τους λιγοστούς επιζώντες του Ολοκαυτώματος, ο Αχιλλέας Κουκουβίνος.
Με έκδηλη τη συγκίνηση στη φωνή και το βλέμμα, ο Juergen Jauch, που θεωρεί ότι «η σιωπή είναι ενοχή», πλησίασε τον Αχιλλέα Κουκουβίνο, του αφηγήθηκε την προσωπική του ιστορία και του ζήτησε «συγγνώμη» για όλα όσα αναγκάστηκε να βιώσει, με το συνομιλητή του να τού δίνει εγκάρδια το χέρι και να τον κοιτάζει με βλέμμα που μαρτυρούσε τη συγχώρεση.
Ήταν μόλις 9 ετών όταν πέθανε ο παππούς του και τότε ο Jurgen Jauch δεν ήξερε τίποτα για τη δράση του ως στρατιώτη της Βέρμαχτ, στη Θεσσαλονίκη, όπου ήταν μέλος εκτελεστικού αποσπάσματος. Έμελλε να μάθει πολλά χρόνια αργότερα, σε μια στιγμή …αδυναμίας της μητέρας του, την αληθινή, όπως λέει, οικογενειακή τους ιστορία.
«Ήταν πολύ δύσκολο. Υπήρχε πολλή σιωπή. Κανείς δεν μιλούσε γι’ αυτό και χρειάστηκε πολλή δουλειά για να μάθω την αλήθεια για τον παππού μου και για τον πόλεμο εδώ, στην Ελλάδα και τη Θεσσαλονίκη. Η μητέρα μου, σε μια στιγμή μας… ανοίχτηκε, μας μίλησε. Γενικά δεν ήθελαν (οι συγγενείς) να μιλούν γι’ αυτή την πτυχή αλλά κάποιες στιγμές η καρδιά ανοίγει κι έτσι κατάφερα κι εγώ, σε μια τέτοια στιγμή, να πάρω πολλές πληροφορίες. Χρειάζεται, ωστόσο, χρόνια για να καταλάβεις τι ακριβώς έγινε εδώ», είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Jurgen Jauch.
Προκειμένου, δε, να συνθέσει ψηφίδα – ψηφίδα το μωσαϊκό της ιστορίας, προσέφυγε σε μια ειδική υπηρεσία, από την οποία μπορεί κάποιος στη Γερμανία να αντλήσει πληροφορίες για το πού ακριβώς υπηρέτησε ο πατέρας ή ο παππούς του στον πόλεμο. «Μου έστειλαν τις ημερομηνίες και προσπάθησα να δω τι έκανε εκείνη την εποχή η Βέρμαχτ εδώ. Είδα ότι υπήρχαν πολλές εκτελέσεις στη Θεσσαλονίκη και εκείνη την περίοδο ο παππούς μου ήταν εδώ», ανέφερε ο Juergen Jauch.
Μόλις έμαθε αυτή την πτυχή της ιστορίας, ήρθε για πρώτη φορά πριν από 7-8 χρόνια στη Θεσσαλονίκη για να συναντήσει ορισμένα από τα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας και να ζητήσει (και πάλι) «συγγνώμη» καθώς «ενοχή είναι να μην ρωτάς τι συνέβη». Θυμάται, μάλιστα, πως πολλοί απ’ όσους συνάντησε του είπαν πως ήταν η πρώτη φορά που άκουγαν αυτή τη λέξη από την …άλλη πλευρά, αυτή των θυτών.
«Νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό να λες την αλήθεια, να δώσεις (στους θύτες) ένα όνομα. Να μην λες πως ό,τι έγινε, το έκαναν κάποιοι ναζί. Ήταν και ο παππούς μου. Ήταν εδώ, στην Ελλάδα…».
Αν και δεν πρόλαβε να γράψει πολλές σελίδες στο βιβλίο των αναμνήσεών του από την εποχή που ήταν στη ζωή ο παππούς του, ο Juergen Jauch θέλησε να μάθει από τους ανθρώπους γύρω του για το πώς ένιωθε μετέπειτα για εκείνη τη σκοτεινή περίοδο του πολέμου. «Έμαθα ότι φοβόταν συνεχώς, είχε πολλά ψυχολογικά προβλήματα, μιλούσε πάντα για τον παράδεισο και την κόλαση και αυτό δείχνει ότι όλη του τη ζωή είχε μεγάλο φόβο μέσα του», θυμάται.
Ο Juergen Jauch είναι μέλος της ομάδας «March of Life», με έδρα τη Γερμανία, στην οποία μετέχουν απόγονοι στρατιωτών της Βέρμαχτ και μελών των Ες – Ες αλλά και όλοι όσοι μάχονται κατά του αντισημιτισμού και διοργανώνουν πορείες συμφιλίωσης σε τόπους του Ολοκαυτώματος. Μέλος είναι και η Sabine Schwarz (Σαμπίνε Σβαρτς, η οποία εξήγησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ πως η ίδια και τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας αφενός μεν θέλουν να τιμήσουν όσους επέζησαν από το Ολοκαύτωμα, αφετέρου δε «να πούμε την αλήθεια για το τι έκαναν οι πρόγονοί μας».
«Λέγοντας την αλήθεια ήρθαμε αντιμέτωποι με πολλές καταστάσεις, κατά τις οποίες ήρθε η “συμφιλίωση” με τους επιζώντες και τις οικογένειές τους», ανέφερε η Sabine Schwarz και πρόσθεσε: «Οι πρόγονοί μας δεν μίλησαν, σιώπησαν μπροστά στη θηριωδία αλλά δεν μπορούμε κι εμείς να κάνουμε το ίδιο, να παραμείνουμε σιωπηλοί καθώς η σιωπή είναι ενοχή. Πρέπει να βγούμε έξω και να κινητοποιήσουμε ανθρώπους».
Το μήνυμα που τόσο η ίδια όσο και ο Jurgen Jauch στέλνουν, ιδίως προς τα νέα παιδιά, είναι να μην σιωπούν. «Όταν γίνονται αστεία για εβραίους δίπλα σας ή αν κάποιος δέχεται επίθεση μόνο και μόνο επειδή είναι εβραίος, μη σιωπάτε, μη φοβάστε. Να στέκεστε απέναντι στον αντισημιτισμό», ανέφεραν χαρακτηριστικά.
«Το μίσος δεν είναι η σωστή οδός. Η σωστή οδός είναι να βγεις στον δρόμο και να πεις: είμαι στο πλευρό όλων των ανθρώπων του πλανήτη», υπογράμμισαν οι δύο Γερμανοί, μέλη της «March of Life», εκφράζοντας την ελπίδα πως και την ερχόμενη χρονιά θα δώσουν το «παρών» στο ετήσιο «ραντεβού» της Θεσσαλονίκης με τη μνήμη και το παρελθόν της…
Ο Jurgen Jauch και η Sabine Schwarz δεν είναι τα μόνα μέλη της ομάδας που θέλησαν να ζητήσουν «συγγνώμη» στα θύματα των προγόνων τους, εδώ, στη Θεσσαλονίκη. Στην πρώτη πορεία μνήμης, το 2013, ένας άλλος επιζών του Ολοκαυτώματος, ο Μοσέ Αελιόν, ο οποίος σήμερα ζει στο Ισραήλ, είχε ακούσει τις απολογίες δύο άλλων μελών της ομάδας, της Ruth Karrer (Ρουτ Κάραρ) και Tina Pompe (Τίνα Πόμπε), οι οποίες είχαν ταξιδέψει τότε από τη Γερμανία για να περπατήσουν μαζί με τους χιλιάδες Θεσσαλονικείς και ανθρώπους απ’ όλο τον κόσμο, που συμμετείχαν σ’ εκείνη τη μεγάλη πορεία.
Μάλιστα, όπως είχαν δηλώσει τότε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, δεν είχαν φανταστεί ποτέ, μεγαλώνοντας σε μια μικρή κωμόπολη κοντά στη Στουτγκάρδη, ότι οι συγγενείς τους ήταν ένα «γρανάζι» της ναζιστικής μηχανής θανάτου.
«Ο παππούς μου ήταν μέλος του γερμανικού στρατού και υπηρετούσε στο ναυτικό. Ανακάλυψα ότι ήταν στην Ελλάδα, την περίοδο του πολέμου. Σοκαρίστηκα. Τότε ένιωσα ότι το Ολοκαύτωμα δεν είναι απλώς ένα κεφάλαιο της ιστορίας που διδασκόμαστε στο σχολείο, αλλά ακουμπά τις ίδιες μας τις οικογένειες. Ένιωσα την ανάγκη να ζητήσω συγγνώμη για τη βαρβαρότητα», είχε πει η Ruth Karrer, απηχώντας το αίσθημα και τη φιλοσοφία της ομάδας.